(Από το μυθιστόρημα του Ηλιόδωρου «Αἰθιοπικὰ ἢ τὰ περὶ Θεαγένην καὶ Χαρίκλειαν».
Η βασίλισσα των Αιθιόπων Περσίννα αναγκάζεται ν’ αφήσει
έκθετο το νεογέννητο κοριτσάκι της, τη Χαρίκλεια, γιατί γεννήθηκε λευκή, μόλο
που η ίδια και ο σύζυγός της, ο βασιλιάς Υδάσπης, είναι μαύροι. Το απόσπασμα είναι
μέρος από την επιστολή σε σχήμα ταινίας που μαζί με συνοδευτικά πολύτιμα κοσμήματα περιέβαλλε το
έκθετο βρέφος.)
«…Η οικογένειά μας είχε προγόνους θεούς, τον Ήλιο και τον
Διόνυσο, και ήρωες, τον Περσέα και την Ανδρομέδα, και μετά από αυτούς τον
Μέμνονα. Εκείνοι λοιπόν που κατά καιρούς ίδρυσαν τα ανάκτορα τα διακόσμησαν με
εικόνες από την ιστορία αυτών των θεοτήτων∙ και τους μεν ανδρώνες και τους περιδρόμους
τούς στόλισαν με τις εικόνες και τις πράξεις των άλλων προγόνων, στους δε
θαλάμους ιστόρησαν τους έρωτες του Περσέα και της Ανδρομέδας. Σε έναν από τους θαλάμους
αυτούς ξαπλώσαμε μια μέρα εγώ και ο πατέρας σου Υδάσπης, νικημένοι από την
καλοκαιριάτικη νύστα, να πάρουμε λίγον ύπνο μεσημεριανό∙ είχαν περάσει δέκα
χρόνια από το γάμο μας και δεν είχαμε αποκτήσει παιδί∙ τότε ήταν που ο πατέρας
σου έσμιξε μαζί μου παίρνοντας όρκο πως του το είχε προστάξει ένα όνειρο κι
ένιωσα στη στιγμή πως είχα μείνει έγκυος. Ο καιρός που κύλησε από τότε ως την
ώρα της γέννας ήταν όλος πάνδημη γιορτή και ευχαριστήριες θυσίες: ο βασιλιάς
περίμενε διάδοχο! Αλλά σε γέννησα λευκή, με χρώμα άλλης φυλής από των Αιθιόπων∙
εγώ ήξερα βέβαια την αιτία: την ώρα που έσμιγα με τον άντρα μου, είχα μπροστά
στα μάτια μου την Ανδρομέδα ζωγραφισμένη ολόγυμνη τη στιγμή που ο Περσέας την
κατεβάζει από το βράχο και το σπέρμα πήρε για κακή μου τύχη τη μορφή της.
Αποφάσισα λοιπόν και τον εαυτό μου να σώσω από τον επαίσχυντο θάνατο (δεν είχα αμφιβολία ότι το χρώμα του δέρματός σου θα γινόταν αιτία να με κατηγορήσουν για μοιχεία αφού κανείς δεν θα πίστευε τη διήγηση της περιπέτειάς μου), και σένα να σε παραδώσω στην αβεβαιότητα της τύχης, σίγουρα προτιμότερη από το βέβαιο θάνατο ή έστω το όνομα του νόθου∙ κι αφού είπα ψέματα στον άντρα μου ότι είχες πεθάνει αμέσως, σε άφησα έκθετη με την πιο μεγάλη μυστικότητα μαζί με όσα μπόρεσα να συγκεντρώσω πλούτη ως αμοιβή σ’ αυτόν που θα σε έσωζε, σ’ έντυσα και σε στόλισα και τελικά σε τύλιξα με την ταινία αυτή, όπου με δάκρυα και αίμα είχα χαράξει –μάνα εγώ πρωτόγεννη και μαζί πολύθρηνη- τη δική σου και δική μου θλιβερή ιστορία…»
Αποφάσισα λοιπόν και τον εαυτό μου να σώσω από τον επαίσχυντο θάνατο (δεν είχα αμφιβολία ότι το χρώμα του δέρματός σου θα γινόταν αιτία να με κατηγορήσουν για μοιχεία αφού κανείς δεν θα πίστευε τη διήγηση της περιπέτειάς μου), και σένα να σε παραδώσω στην αβεβαιότητα της τύχης, σίγουρα προτιμότερη από το βέβαιο θάνατο ή έστω το όνομα του νόθου∙ κι αφού είπα ψέματα στον άντρα μου ότι είχες πεθάνει αμέσως, σε άφησα έκθετη με την πιο μεγάλη μυστικότητα μαζί με όσα μπόρεσα να συγκεντρώσω πλούτη ως αμοιβή σ’ αυτόν που θα σε έσωζε, σ’ έντυσα και σε στόλισα και τελικά σε τύλιξα με την ταινία αυτή, όπου με δάκρυα και αίμα είχα χαράξει –μάνα εγώ πρωτόγεννη και μαζί πολύθρηνη- τη δική σου και δική μου θλιβερή ιστορία…»
(Charles Napier Kennedy (1852-1898),
Περσέας και Ανδρομέδα.)