Ο πλήρης τίτλος: Ἀχιλλέως Ἀλεξανδρέως Τατίου τῶν κατὰ Λευκίππην καὶ Κλειτοφῶντα.
Αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα εκτεινόμενο σε οκτώ λόγους / βιβλία ή κεφάλαια. Η άγνοιά μας για τη ζωή του συγγραφέα, όπως
και των υπολοίπων του είδους, είναι σχεδόν απόλυτη. Η παράθεση Ἀλεξανδρέως δεν αποκλείεται να έχει προστεθεί μεταγενέστερα, να οφείλεται
στο ότι από το ίδιο το έργο ο συγγραφέας του φαίνεται να γνωρίζει καλά την Αλεξάνδρεια και
το Δέλτα του Νείλου (λόγοι Γ’ έως και
Ε’).
Από τα τέσσερα αρχαία ελληνικά μυθιστορήματα που ξαναδιάβασα
ή διάβασα για πρώτη φορά πρόσφατα, του Χαρίτωνα, του Ξενοφώντα, του Λόγγου, ετούτο του Τάτιου μου
φάνηκε το πιο συναρπαστικό, και παρά τις ανισότητες ή την έλλειψη οικονομίας εδώ
ή εκεί, που συνολικά το υποβιβάζουν σε σχέση με το Χαιρέας και Καλλιρρόη ή το Δάφνης
και Χλόη, το Λευκίππη και Κλειτοφών
είναι γραμμένο -είχα την εντύπωση- από έναν πιο οιστρήλατο από τους προηγούμενους, πιο ταλαντούχο
συγγραφέα. Θέλω να πω, ως αναγνώστη λογοτεχνίας, με συνάρπασε περισσότερο από
τα άλλα τρία. Το γλωσσικό ύφος αττικίζει (Β’ Σοφιστική) αλλά κατά
τόπους είναι και ασιανικό, ως προς την ανάπτυξη ακολουθεί ab ovo γραμμική
αφήγηση, και στην πλοκή υπάρχουν όλα τα μοτίβα του είδους, χωρισμοί ζευγαριού, περιπέτειες
– ταξίδια – ταλαιπωρίες, θάνατοι και αναβιώσεις, επανασυνδέσεις, η αγωνία μη
χαθεί η παρθενία της ηρωίδας αλλά όχι πολύ λιγότερο και του ήρωα, οι
αντικρουόμενοι δικανικοί λόγοι, και στο μεδούλι, η κοινή σε όλα τα
μυθιστορήματα ανασφάλεια του ατόμου κατά τα ελληνιστικά – αυτοκρατορικά χρόνια.
Μόνη ασφαλής περιοχή ο οἶκος, η
οικογένεια, η έξοδος απ’ αυτήν προοιωνίζεται μόνο συμφορές –η ακριβώς αντίθετη
συνθήκη με ό,τι ίσχυε στην πόλη – κράτος της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας.
Ο Κλειτοφών και η Λευκίππη κλέβονται και φεύγουν από τη
φοινικική Τύρο, προκειμένου να σώσουν τον έρωτά τους, αναγκάζονται από τις αντιξοότητες
σε χωρισμό, και μετά από πολλές κακουχίες στην Αίγυπτο, στο Δέλτα του Νείλου και
την Αλεξάνδρεια, ξαναβρίσκονται στην Έφεσο, και εκεί, ύστερα από όχι λιγότερες
ταλαιπωρίες, εντέλει θα παντρευτούν και, ευτυχείς, θα επιστρέψουν στην
αφετηρία, δηλαδή στην αποκαταστημένη ασφαλή πατρική οικογένεια της Τύρου.
Από την εξαιρετική εισαγωγή του Γιώργη Γιατρομανωλάκη στη
γενναιόδωρη και προσεγμένη έκδοση του Ιδρύματος Γουλανδρή Χορν, αντιγράφω μία
παράγραφο, νομίζω ιδιαίτερης εμβρίθειας (σελ. 85): «Η Λευκίππη εξεικονίζει με τον καλύτερο τρόπο τη σκέψη ότι ο
πραγματικός κόσμος, όπως άλλωστε και ο μυθιστορηματικός κόσμος, είναι διφυής:
μπορεί και αποτελείται ταυτόχρονα από στοιχεία άκρως ρεαλιστικά και άκρως
παράδοξα και θαυμαστά, εμπεριέχει και ενώνει την ίδια στιγμή τη λογική ενός πολιτισμού
(τις κοινωνικές και οικογενειακές καταστάσεις, τον πόλεμο, την ιστορία και τα
φυσικά φαινόμενα, το δικαστήριο και το δικανικό επιχείρημα) και την άλογη
αναίρεση αυτού του ίδιου πολιτισμού μέσα από τα όνειρα, τη μαγεία, τη
δεισιδαιμονία, τη μεταφυσική φοβία, τη θρησκεία, το απίστευτο και το θαυμαστό.»
Και ένα απόσπασμα, ενδεικτικό της αφηγηματικής δεινότητας
του Τάτιου. Η αφήγηση δεν είναι σπουδαία όταν… λογοτεχνίζει (σχήματα, σπάνιες
λεξούλες και τα συναφή), είναι όποτε -και τόσο σπάνια- τη διακρίνει η ζωντάνια, η
υλικότητα ή η εσωτερικότητά της, η ικανότητα να μας απορροφά, ο ειρμός που δεν
είναι προϊόν λογικής κατασκευής. Η τέχνη μας δεν είναι να λέμε απλώς μία ιστορία με τούτα ή τα
άλλα μηνύματα ή ιδεολογία. Δείτε εδώ εικόνες, ανθρώπους, αισθήματα, πώς με τα
ελάχιστα στήνονται σκηνές κινηματογραφικής υπερπαραγωγής. Η τέχνη δε
διδάσκεται. Μπορεί να τη μιμηθεί κανείς, αλλά το να την
παραγάγει είναι άλλο πράγμα. Είναι χάρισμα.
(Ζ 15-16), σελ. 503-507, σε μετάφραση Γιώργη Γιατρομανωλάκη:
Εκείνη την ώρα κάποιος από τους ανθρώπους του ναού έρχεται,
με σπουδή μεγάλη τρέχοντας προς τον ανώτατο ιερέα και τα εξής αναγγέλλει εις
επήκοον πάντων: «Μια κόρη, μια αλλοδαπή κατέφυγε στο ναό της Αρτέμιδος.» Μόλις
άκουσα τα λόγια αυτά, αναπτερώθηκε η ψυχή μου, ανοίγω τα μάτια και αρχίζω να ζω
ξανά. Λέγει τότε ο Κλεινίας στον Σώστρατο: «Αληθινές μού βγήκαν οι προφητείες,
γέροντα.» Και στρεφόμενος προς τον αγγελιοφόρο, τον ερωτά: «Πες μας, είναι
ωραία η κόρη;» «Ποτέ δεν έχω δει άλλη παρόμοια στην ομορφιά», αποκρίθηκε
εκείνος, «αν βέβαια εξαιρέσουμε την Άρτεμη». Αναπηδώ τότε από χαρά και φωνάζω:
«Η Λευκίππη πρέπει να είναι!» «Και βέβαια», είπε. «Αυτό έλεγε πως είναι το
όνομά της, πως η πατρίδα της είναι το Βυζάντιο κι έχει πατέρα τον Σώστρατο.» Χτύπησε
τα χέρια του ο Κλεινίας φωνάζοντας θριαμβευτικά, κι ο Σώστρατος πέφτει στο
έδαφος από τη χαρά του. Εγώ πηδώ ψηλά στον αέρα, με όλα τα δεσμά μου, και πετώ
προς το ναό σαν να με εκσφενδόνισε καταπέλτης. Οι φρουροί μου άρχισαν να με
καταδιώκουν, θαρρώντας πως θέλω να αποδράσω και φώναζαν στους περαστικούς να με
πιάσουν. Όμως τότε τα πόδια μου είχαν φτερά. Με πολύ μεγάλη δυσκολία τελικά
καταφέρνουν κάποιοι να με σταματήσουν από τον τρελό δρόμο μου και με πιάνουν.
Καταφθάνουν και οι φύλακες και επιχειρούσαν να με χτυπήσουν. Εγώ όμως, έχοντας
επανακτήσει το θάρρος μου, αντιστεκόμουν, ενώ εκείνοι με τραβούσαν πίσω στο δεσμωτήριο.
Τη στιγμή αυτή φτάνουν ο Κλεινίας και ο Σώστρατος. Και ο
Κλεινίας αρχίζει να φωνάζει: «Πού τραβάτε τον άνθρωπο αυτόν; Για το φόνο που
καταδικάστηκε ένοχος δεν είναι.» Τα ίδια περίπου από την πλευρά του έλεγε και ο
Σώστρατος, και επιβεβαίωνε ότι αυτός είναι ο πατέρας εκείνης που πιστεύεται πως
έχει σκοτωθεί. Οι παρευρισκόμενοι, μαθαίνοντας όλη την αλήθεια, δοξολογούσαν
την Άρτεμη, με περικύκλωναν και δεν επέτρεπαν να με μεταφέρουν στο δεσμωτήριο.
Όμως οι φύλακες έλεγαν ότι δεν είναι εξουσιοδοτημένοι να αφήσουν ελεύθερο έναν
άνθρωπο που έχει σε θάνατο καταδικαστεί.
Τότε, κατά παράκληση του Σωστράτου, ο ανώτατος ιερέας εγγυήθηκε ο ίδιος για τον
κατάδικο πως θα τον παραδώσει στο δήμο όταν έρθει η ώρα. Έτσι λοιπόν
απελευθερώθηκα από τα δεσμά μου και επειγόμουν να φθάσω στο ναό με όσο
μεγαλύτερη ταχύτητα διέθετα. Κατά πόδας ερχόταν και ο Σώστρατος, που χωρίς
αμφιβολία είχε τα ίδια αισθήματα χαράς με εμένα. Όμως άνθρωπος τόσο γρήγορος,
που να μην τον προφταίνει η φτερωτή φήμη, δεν υπάρχει. Η φήμη λοιπόν ήταν που
μας πρόλαβε τότε και έφθασε πρώτη στη Λευκίππη και της ανήγγειλε όλα τα νέα,
και του Σωστράτου και τα δικά μου. Έτσι μόλις μας αντίκρισε, πήδησε μέσα από το
ναό και τον πατέρα της αγκάλιασε –τα μάτια της όμως κρατούσε καρφωμένα επάνω
μου. Εγώ πάλι στεκόμουν άπρακτος, συγκρατημένος από σεβασμό προς τον Σώστρατο
–μολονότι όλη αυτή την ώρα κοίταζα το πρόσωπό της- να μην ορμήσω πάνω της. Έτσι
ο ένας τον άλλο με τα μάτια φιλούσε.
(Κείμενο του έργου σε πάπυρο της Οξυρρύγχου.)
[Ἀχιλλέως Ἀλεξανδρέως Τατίου ΛΕΥΚΙΠΠΗ ΚΑΙ ΚΛΕΙΤΟΦΩΝ, εισαγωγή μετάφραση σχόλια Γιώργης
Γιατρομανωλάκης, Ίδρυμα Γουλανδρή Χορν, Αθήνα 1990, σελ. 775]