(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Αχιλλέα Τάτιου Λευκίππη και Κλειτοφών (Β 37.6-10 και 38.1-5).
Στο κατάστρωμα του πλοίου ταξιδεύοντας από τη Βηρυτό προς την
Αλεξάνδρεια η συντροφιά του Κλειτοφώντα και της Λευκίππης γνωρίζονται με τον
Μενέλαο, νεαρό Αιγύπτιο που έστησε τη σκηνή του δίπλα τους. Ο Μενέλαος μόλις εξέτισε
ποινή τριετούς εξορίας για τον εξ αμελείας φόνο του ερωμένου του, και πια
επιστρέφει στην πατρίδα του. Μοιράστηκαν το φαγητό, τις αφηγήσεις των ερωτικών
βασάνων τους, και τώρα Κλειτοφών και Μενέλαος επιχειρηματολογούν, ο πρώτος υπέρ
του ἔρωτος εἰς τὰς γυναῖκας, ο
δεύτερος υπέρ του εἰς τοὺς παῖδας.
Καταλήγουν στα παρακάτω. (Η μετάφραση του αποσπάσματος από τον Γιώργη
Γιατρομανωλάκη.) Πρώτος μιλάει ο Κλειτοφών.)
«…Είναι λοιπόν το σώμα της γυναικός υγρό στους εναγκαλισμούς
και μαλακά τα χείλη έχει στα φιλήματα. Για τούτο του εραστή το σώμα κρατεί
σφιχτά στην αγκαλιά της, μέσα στη σάρκα της ολόκληρο το έχει προσαρμόσει, κι
εκείνος που μαζί της σμίγει, όλος από την ηδονή της περιβάλλεται. Πιέζει με τα
χείλη τα φιλιά απανωτά σαν τη σφραγίδα, με τέχνη κι επιτηδειότητα φιλεί κι έτσι
το κάθε φίλημα γλυκύτερο το ετοιμάζει. Όμως δεν αρκείται μόνο με τα χείλια να
φιλεί, αλλά και με τα δόντια της συμπλέκεται, βόσκει ολόγυρα από το στόμα που
φιλεί και δίνει τα φιλιά της δαγκωτά. Κι όταν κρατήσεις τους μαστούς της, έχει
ο κάθε της μαστός την ιδιαίτερή του ηδονή και την προσφέρει. Και πάνω στων
αφροδισίων την ακμή, από την ηδονή οιστρηλατείται η γυναίκα, έχει το στόμα
ανοικτό καθώς φιλά και κάνει σαν μαινάδα. Και οι γλώσσες, όλο τούτο το
διάστημα, η μια μέσα στην άλλη χώνεται κι όσο μπορούν κι εκείνες μάχονται με
βία να φιλούν. Κι εσύ την ηδονή σου κάνεις μεγαλύτερη καθώς φιλάς με στόμα
ανοιγμένο. Κι όταν στο τέρμα των αφροδισίων φτάσει η γυναίκα, έχει ως φυσικό να
λαχανιάζει από την πυρωμένη ηδονή.Τότε και το λαχάνιασμά της μαζί με την πνοή
του έρωτα από βαθιά μέχρι τα χείλη και το στόμα αναπηδά. Συντυχαίνει εκεί το
περιπλανώμενο φιλί, που επιζητεί βαθιά να κατεβεί. Κάνει παρέα τότε το φιλί με
το λαχάνιασμα, σμίγει μαζί του, το ακολουθεί, και την καρδιά πληγώνει.
Αναστατώνεται εκείνη από το φίλημα και σαν τρελή χτυπά και, αλήθεια, αν δεν
ήταν δεμένη με τα σπλάχνα, θα ακολουθούσε τα φιλιά και ως πάνω θα έβγαινε. Όσο
για τα φιλιά των αγοριών, απαίδευτα είναι, οι αγκαλιές ακάτεχες, αργή η
Αφροδίτη και η ηδονή τους τίποτε.»
Και ο Μενέλαος τότε απάντησε: «Μα την αλήθεια, όχι
πρωτόπειρος αλλά παλαίμαχος είσαι στα θέματα της Αφροδίτης. Μας έπνιξες,
αλήθεια, με τόσο πολλά τεχνάσματα των γυναικών. Με τη σειρά σου τώρα άκουσε τα
σχετικά με τα αγόρια. Προσποιητά τα πάντα είναι στη γυναίκα, και κινήσεις και
λόγια. Κι αν σου φαντάζει ωραία η γυναίκα, των αλειμμάτων φταίει η πολυπράγμων
μηχανή. Η ομορφιά της είναι μυρωδικά, βαφές μαλλιών ή αλοιφές. Αν όμως απ’ τις
πολλές αυτές απάτες τη γυμνώσεις, με του παραμυθιού την καλιακούδα εκείνη
μοιάζει που έχασε τα φτερά της. Όμως των αγοριών η ομορφιά καθόλου δεν
ποτίζεται από μυρωδικά ή δολερές και αλλότριες οσμές, κι όλες μαζί των γυναικών
οι μυρουδιές κι οι αλοιφές τόσο ωραία, όπως των αγοριών ο ιδρώτας, δεν
μυρίζουν. Συμβαίνει μάλιστα, πριν απ’ τη συμπλοκή της Αφροδίτης, να βρίσκεσαι
μαζί με το αγόρι στην παλαίστρα και να το αγκαλιάζεις φανερά, χωρίς το αγκάλιασμα
αυτό ντροπή να προκαλεί. Όμως με την υγρότητα της σάρκας δεν μαλακώνουν της Αφροδίτης
τα αγκαλιάσματα, αντίθετα τα σώματα χτυπιούνται μεταξύ τους κι αθλούνται για
την ηδονή. Όσο για τα φιλήματα, δεν έχουν τη σοφία βέβαια τη γυναικεία, ούτε
υπάρχουν των χειλιών οι μαγγανείες –ακόλαστες απάτες- αλλά φιλεί καθένας όπως
ξέρει, κι είναι φιλιά της φύσεως αυτά κι όχι της τέχνης. Και ιδού ποια είναι η
εικόνα του αγορίστικου φιλιού: εάν το νέκταρ έπηζε και χείλος γινόταν, τέτοιας
λογής φιλήματα θα έπαιρνες. Φιλώντας κορεσμό δεν έχεις, αλλά όσο τα φιλήματα
αρπάζεις τόσο και πιο πολύ διψάς, κι ούτε το στόμα σου μπορείς να απομακρύνεις,
μέχρις ότου μέσα στην πολλή την ηδονή απ’ τα φιλήματα ξεφύγεις.»
[Ἀχιλλέως Ἀλεξανδρέως Τατίου ΛΕΥΚΙΠΠΗ ΚΑΙ ΚΛΕΙΤΟΦΩΝ, εισαγωγή μετάφραση σχόλια Γιώργης
Γιατρομανωλάκης, Ίδρυμα Γουλανδρή Χορν, Αθήνα 1990, σελ. 775. Το απόσπασμα στις
σελ. 290-295.]