Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Λουκιανού: Λούκιος ή όνος.



Το Λούκιος ή όνος, που ο Χαιγκ κατατάσσει στο Ρωμαϊκό Κωμικό Μυθιστόρημα, κείμενο παραπληρωματικό των Μεταμορφώσεων του Απουλήιου, ανήκει στα έργα με αμφισβητούμενη πατρότητα. Ο βυζαντινός Φώτιος το αποδίδει σε κάποιον Πατρινό Λούκιο, κατά δήλωση και του πρωτοπρόσωπου αφηγητή άλλωστε, η ύπαρξη του οποίου ωστόσο αμφισβητείται. Ο Β. Perry εκτιμάει πως υπήρξε κάποιο γνήσιο προγενέστερο κείμενο του Λουκιανού με τον τίτλο Μεταμορφώσεις, το οποίο χάθηκε και που απομίμησή του είναι το ομώνυμο του Απουλήιου και περίληψή του το Λούκιος ή όνος.
Σε όποια εκδοχή της μια τέτοια αφήγηση αποτελεί συνέχεια του λογοτεχνικού είδους που εισήγαγε ο Αριστείδης ο Μιλήσιος με το έργο του Μιλησιακά (του 100 μ.Χ., που σώζεται σε μικρά αποσπάσματα -πιο γνωστό δείγμα η εγκιβωτισμένη στο Σατυρικόν του Πετρώνιου ιστορία της Εφεσίας χήρας), δίχως να αγνοεί την περίφημη μενίππεια σάτιρα ούτε τη ρωμαϊκή κωμωδία ή το μίμο, ούτε φυσικά το Ιδεώδες Ελληνικό Μυθιστόρημα.
Ο Λούκιος, λοιπόν, ένας νεαρός Πατρινός συνοδευόμενος από το δούλο του, φτάνει στη Θεσσαλία κατευθυνόμενος προς Λάρισσα, πόλη που φημίζεται για τους μάγους και τα μαγικά της, καταλύει στην Υπάτη σε φιλικό οικογενειακό του σπίτι. Η μικρή δούλα Παλαίστρα θα τον πάει να δούνε μέσ’ απ’ την κλειδαρότρυπα την κυρά της ν’ απλώνει στο γυμνό κορμί της τη μαγική αλοιφή και να μεταμορφώνεται σε πουλί, όμως και από λάθος της Παλαίστρας ύστερα ο Λούκιος αντί για πουλί θα πάρει τη μορφή γαϊδάρου. 
Έπονται οι περιπέτειες. Το γάιδαρο - Λούκιο πλέον, θα τον απαγάγουν ληστές, θα τον βασανίζει καιρό ένα σαδιστικό βρομόπαιδο, θα βρεθεί στη Βέροια όπου θα τον αγοράσει «κίναιδος» γέρος ιερέας της «Συρίας θεού», που με την κομπανία του, όλοι «κίναιδοι γυναικίαι / γυναικωτοί», περιοδεύουν από χωριό σε πόλη, έπειτα ένας μυλωνάς για το μύλο του, ύστερα ένας περβολάρης για το περβόλι του, τότε θα πέσει και στα χέρια Ρωμαίου στρατιώτη, εντέλει σε υπηρέτη πολύ πλούσιου από Θεσσαλονίκη που σχετίζεται με θεάματα, θα περάσει ολόκληρη νύχτα με σεξομανή πλούσια γυναίκα, ενώ οι… ανθρώπινες συμπεριφορές του θα τον οδηγήσουν στο θέατρο, κι όπου με το που θα δει τριαντάφυλλα, κατά την πληροφορία που του 'χε δώσει η μικρή Παλαίστρα, θα τα φάει -που είναι και το αντίδοτο-, και επί σκηνής, αντί να βιάσει κατά το πρόγραμμα του σόου, γάιδαρος αυτός, μια καταδικασμένη σε θάνατο γυναίκα, θα ξαναπάρει θεαματικότατα την πρώτη του μορφή, του νεαρού άντρα.
Γλαφυρή λαϊκή διήγηση, διακωμώδηση δεισιδαιμονιών και υπερβολών του βίου. 
Το πιο ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου, είναι πως με την αφήγηση στο α’ πρόσωπο από τον ίδιο τον Λούκιο, ο οποίος στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας είναι μεταμορφωμένος σε γάιδαρο, αναγκάζεται ο συγγραφέας να παρακολουθεί τις ανθρώπινες δράσεις από απόσταση, να εστιάζει κάπως στην άκρη των εικόνων. Αυτή η παράκεντρη -να πω- εστίαση δίνει ρυθμό και ιδιαίτερη οικονομία στο κείμενο.

(Πάνω: λυχνάρι που εικονίζει σκηνή από το Λούκιος ή Όνος ή και τις Μεταμορφώσεις του Απουλήιου.)