Ο πλήρης τίτλος, Ἡλιοδώρου: Αἰθιοπικὰ ἢ τὰ περὶ Θεαγένην καὶ Χαρίκλειαν. Το κατά την εκτίμηση
των περισσότερων ερευνητών μεταγενέστερο από τα σωζόμενα αρχαία μυθιστορήματα
(στην κατηγορία «ιδεώδες ελληνικό μυθιστόρημα» / όρος του Τόμας Χαιγκ) φαίνεται
να γράφτηκε στα μέσα του 3ου αι. μ.Χ., με εκτιμήσεις που το φέρνουν
και έως το τέλος του 4ου. Φανερά επηρεασμένο από τη Δεύτερη
Σοφιστική, κάτι που μαρτυρεί όχι μόνο η γλώσσα αλλά και η έντονα κλασικίζουσα
λογιοσύνη του συγγραφέα. Γνωρίζουμε και για τον Ηλιόδωρο, όπως και για τους προηγούμενους
μυθιστοριογράφους, ελάχιστα, και πάλι με σιγουριά μόνο ό,τι δηλώνει ο ίδιος,
-εδώ στην κατακλείδα: «Τοιόνδε πέρας ἔσχε τὸ σύνταγμα τῶν περὶ Θεαγένην καὶ
Χαρίκλειαν Αἰθιοπικῶν∙ ὃ συνέταξεν ἀνὴρ Φοῖνιξ Ἐμεσηνός, τῶν ἀφ’ Ἡλίου γένος,
Θεοδοσίου παῖς Ἡλιόδωρος. / Έτσι έφτασε στο τέλος του το σύγγραμμα των
Αιθιοπικών ή των Περί Θεαγένην και Χαρίκλειαν∙ το συνέγραψε ένας Φοίνικας
Εμεσηνός, από το γένος του Ήλιου, ο γιος του Θεοδοσίου Ηλιόδωρος.» Και κατά το
σχόλιο του Γιώργη Γιατρομανωλάκη: «ο συγγραφέας μας είναι Έλληνας από τη
συριακή πόλη Έμεσα, καταγόμενος από το ιερατικό γένος του Ήλιου –από όπου,
πιθανώς, και το όνομά του.»
Αν το μυθιστόρημα του Χαρίτωνα αφήνει την εντύπωση της χάρης
και της αθωότητας, του Ξενοφώντα μια – δυο εγκιβωτισμένες δυνατές ιστορίες, του
Λόγγου τη μετρημένη οικονομία, του Τάτιου την οιστρήλατη άνιση αφήγηση, στα Αιθιοπικά έχουμε σχεδόν σε κάθε παράγραφο λόγιες αναφορές, κυρίως στον Όμηρο, γενικότερα στην κλασική
γραμματεία και πολύ συχνά στο δράμα, οι εικόνες του διακρίνονται από θεατρικότητα,
και κάθε τόσο παραπέμπουν στην τέχνη του θεάτρου με την υπόδειξη κιόλας του ίδιου του συγγραφέα. Αλλά το
πιο ενδιαφέρον στοιχείο, και όπου αισθητά υπερέχει από τους άλλους, είναι
στη σύνθεση της αφήγησης. In media res,
δηλαδή ξεκινώντας από το μέσον του πραγματικού χρόνου, όπως και η Οδύσσεια, με
πολλές αναδρομές, εναλλαγές από το γ’ στο α’ πρόσωπο αφήγησης, και σ' αυτό κατά
τον τρόπο του θαλασσινού έπους, αλλά και με ιδιοχαρακτηριστικό του, ένα πρόσωπο να
συστήνεται ή να αφηγείται την προσωπική του ιστορία όχι με το που εμφανίζεται
αλλά αφού το παρακολουθήσουμε για ένα διάστημα ενταγμένο στην κοινή δράση.
Ο Ηλιόδωρος, κυρίως για τη δυναμική σύνθεση, αλλά και για
τις υπόλοιπες αρετές του, τις άρτιες περιγραφές, τη λογιοσύνη, τις ευφάνταστες περιπέτειες
των εραστών του, τον εξωτισμό των εμπειριών τους, για πολλούς αιώνες θεωρούνταν
ισάξιος του Ομήρου και του Βιργιλίου. Κανείς δε θα υπερασπιζόταν σήμερα μια
τόσο υπερβολική εκτίμηση, όμως και δε θα αμφισβητούσε ότι υπήρξε από τους συγγραφείς
που άσκησαν τη μεγαλύτερη επιρροή όχι μόνο στους μέσους χρόνους αλλά και στην
αρχή των νεότερων, τον ανιχνεύουμε φέρ' ειπείν στον Σαίξπηρ, στον Θερβάντες, στον
Καλντερόν, στον Ρακίνα.
Εν τάχει η πλοκή (που είναι ιδιαίτερα πυκνή): ένα έκθετο
βρέφος, το λευκό κοριτσάκι της μαύρης βασίλισσας της Αιθιοπίας, το περισυλλέγει και το ανατρέφει
ως τα επτά του χρόνια ένας γυμνοσοφιστής,
το παραδίδει ύστερα στον Έλληνα ιερέα του Απόλλωνα Χαρικλή -εξ ου και το όνομα
Χαρίκλεια-, ο οποίος τη μεγαλώνει στους Δελφούς. Έφηβη και ως ιέρεια της Άρτεμης
ερωτεύεται το συνομήλικό της Θεσσαλό Θεαγένη, τον επικεφαλής της πομπής των
πενήντα εφήβων ιππέων για την εκατόμβη, την πλούσια θυσία, στο μνήμα του Νεοπτόλεμου,
του γιου του Αχιλλέα, κι οι δυο τους υποκινημένοι από τον Καλάσιρη, τον ιερέα/
προφήτη της Ίσιδας, που ήρθε στους Δελφούς και με αποστολή από την Περσίννα, τη
βασίλισσα και φυσική μητέρα της Χαρίκλειας, να την αναζητήσει, ξεκινούν για να
επιστρέψουν στο βασίλειο της Αιθιοπίας, αλλά και εφεξής θ’ αρχίσουν οι τρομερές
και ανεξέλεγκτες μεταστροφές της Τύχης. Πειρατές, ληστές, αντεραστές και
αντεράστριες, όσοι θα εποφθαλμιούν την ομορφιά της Χαρίκλειας ή και του
Θεαγένη, θα τους καταδιώκουν παντί τρόπω, κι οι δυο τους όμως ορκισμένοι να
παραμείνουν ως τη νύχτα του γάμου τους αγνοί δε θα ενδίδουν, θα φυλακιστούν, θα συρθούν
δούλοι, η Χαρίκλεια θα ριχτεί στην πυρά απ’ την αντίζηλό της Αρσάκη, την αδελφή
του Πέρση Μεγάλου Βασιλιά, κι όταν επιτέλους θα συλληφθούν αιχμάλωτοι από το στρατό της Αιθιοπίας, και μάλιστα από τον ίδιο το φυσικό πατέρα της Χαρίκλειας, το
βασιλιά Υδάσπη, όμως και τότε θα χρειαστεί να φτάσουν ως τη Μερόη, την πρωτεύουσα της Αιθιοπίας, υποψήφια
σφάγια στις επινίκιες θυσίες του στρατού, για να ζήσουν την τελευταία στιγμή το σωτήριο αναγνωρισμό αλλά και να αποκατασταθούν από το άκληρο βασιλικό ζεύγος και από το λαό των Αιθιόπων ως οι διάδοχοι
του βασιλικού θρόνου.
Από την εξαιρετική και εδώ (όπως και στο μυθιστόρημα του
Τάτιου) εισαγωγή του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, ένα απόσπασμα (σελ. 40-41): «Παρελθόν
και παρόν συνείρονται ακατάπαυστα, όμως τα όσα γεγονότα εκτίθενται δεν συσσωρεύονται
το ένα πάνω στο άλλο, όπως λ.χ. τούτο γίνεται στα άλλα ΑΕΜ, και δεν οδηγούν σε
κόπωση και επανάληψη. Αυτό σημαίνει ότι ο συγγραφέας (και μαζί του ο
αναγνώστης) βιώνει τον χρόνο όχι ως μια συνεχή και φυσική εμπειρία, αλλά ως εμπειρία λογοτεχνική, δηλαδή ως εμπειρία που αναδιατάσσει και επιβάλλει η
ανθρώπινη βούληση. Έτσι απώτατα γεγονότα βιώνονται (από τον αναγνώστη
πρωτίστως) ως παρόντα και το παρόν αποκτά βάθος και διάρκεια. Ύστερα, όταν
τελειώσουν οι μεγάλες ενδοδιηγήσεις, τα πράγματα μοιάζουν να βρίσκουν τον
λογικό, φυσικό τους ρυθμό. Αυτό το φιλόδοξο και συνάμα λειτουργικό αφηγηματικό
σχέδιο του Ηλιόδωρου δεν είναι μόνο διαφορετικό από το σχέδιο των υπόλοιπων
ερωτικών συγγραφέων, αλλά και ολωσδιόλου νέο μέσα στην ιστορία της πεζογραφίας,
για τούτο δίκαια προκάλεσε τον έπαινο των κριτικών, ήδη από την Αναγέννηση.»
(ΑΕΜ: αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα)
Να σημειωθεί η πολύ καλή μετάφραση της Αλόης Σιδέρη,
γενικότερα η πολύ φροντισμένη έκδοση.
(Πάνω: λεπτομέρεια από το μωσαϊκό του Νείλου στην Παλεστρίνα
(η αρχαία πόλη Πραίνεστος), Ιταλία, γύρω στο 80 π.Χ.
Κάτω: ολόκληρο το μωσαϊκό και το εξώφυλλο της έκδοσης.)