Αντώνης Νικολής, Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, Σώσα: η καθήλωση στην ποίηση
Isaac Bashevis Singer, Σώσα, μετάφραση Μιχάλης Πάγκαλος, εκδόσεις Κίχλη, Αθήνα, Δεκέμβριος 2019, σελ. 468.
❇︎
Το μυθιστόρημα «Σώσα» ανήκει στα πολύ ενδιαφέροντα έργα του Ισαάκ Μπάσεβις Σίγκερ και μόνο για τον λόγο ότι περικλείει τον πυρήνα της ιδιοσυγκρασίας ή αν θέλετε της ποίησής του. Τι το ιδιαίτερο αφηγείται εδώ; Ο ήρωάς του, ο Άαρον Γκρέιντινγκερ, γιος χασιδιστή ραββίνου, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας, και που πέρασε την παιδική του ηλικία στην κεντρική για το λογοτεχνικό σύμπαν του Σίνγκερ οδό της εβραϊκής συνοικίας στη Βαρσοβία, την οδό Κροχμάλνα, βιώνει τις τελευταίες μέρες της κοινότητας των εβραίων πριν από την εισβολή των Γερμανών εθνικοσοσιαλιστών στην Πολωνία. Οι ανησυχητικές πληροφορίες καταφθάνουν πλέον με ρυθμό ασθματικό, η ατμόσφαιρα του ζόφου πυκνώνει και εντούτοις ο αφηγητής–ήρωας αντί να νιώθει την ανάγκη της φυγής, και παρόλο που από ισχυρούς Αμερικανοεβραίους τού παρέχεται η δυνατότητα να ζήσει στην Αμερική και μάλιστα με τους καλύτερους δυνατούς οικονομικούς και επαγγελματικούς όρους, εκείνος ολοένα και περισσότερο αδρανεί, βουλιάζει στον κόσμο της εβραϊκής συνοικίας της Βαρσοβίας, μάλιστα προσκολλάται στη Σώσα, τη φιλενάδα των πρώτων χρόνων της ζωής του, η οποία επιπλέον σωματικά και πνευματικά μοιάζει καθηλωμένη στην κοινή παιδική τους ηλικία. Όσο επείγει να δραπετεύσει, να γλιτώσει από την επερχόμενη ναζιστική λαίλαπα, τόσο αυτός ακινητοποιείται στον στενάχωρο κόσμο της Σώσα. Σαν σε εφιάλτη, όσο κοντοζυγώνουν οι διώκτες του, τόσο συρρικνώνεται στον ελάχιστο δικό του ζωτικό χώρο. Το μυθιστόρημα τελειώνει μ’ ένα άλμα δεκατριών χρόνων στον πραγματικό χρόνο: ο πρωταγωνιστής, αναγνωρισμένος συγγραφέας, φτάνει στο Ισραήλ απ’ την Αμερική όπου ζει πια, βρίσκει συμπατριώτες του Πολωνοεβραίους, ανθρώπους τσακισμένους, όλους εσαεί καθηλωμένους στον τόπο απ’ όπου βίαια εκτοπίστηκαν. Η ίδια η Σώσα εντωμεταξύ εξέλιπε (για την οικονομία της αφήγησης, όταν έπαψε και να είναι αναγκαία) κατά την έξοδο του ήρωα την εσχάτη ώρα από την Πολωνία, τη Βαρσοβία, την οδό Κροχμάλνα.
Το φορτίο των μύθων, η ύλη της λογοτεχνικής αφήγησης, είναι πράγματα μύχια, αταβιστικά. Ας τα πούμε και αλήθειες. Ο Ι.Μ.Σ. συνολικά στο έργο του εστίασε στον πυρήνα της ύπαρξής του και με τον τρόπο που το καταφέρνουν οι λίαν ιδιοφυείς. Επέμεινε στην ιδιαίτερη γλώσσα της κοινότητάς του, μολονότι γλώσσα οιονεί νεκρή, τα γίντις, σχεδόν εξολοκλήρου αφηγούμενος ιστορίες Πολωνοεβραίων πριν το Ολοκαύτωμα και την εξορία, αλλά και που όταν ακόμη ζουν και δρουν στις ΗΠΑ ή αλλού μετά τον πόλεμο είναι πάλι εβραίοι εξορισμένοι από την Πολωνία και με ανεπούλωτη την πληγή του εκτοπισμού. Παρά την πεισματική συγγραφική εμμονή ή ενδοσκόπηση, ο Σίνγκερ ούτε εξωραΐζει, ούτε αγιογραφεί, δεν υπηρετεί κάποιο εθνικό ή θρησκευτικό ή ταυτοτικό ιδεώδες, κυρίως δεν γίνεται παρόλο που χρησιμοποιεί ηθογραφικά στοιχεία ούτε κατ’ ελάχιστον ηθογραφικός. Δεν ξέρω αν ένας συγγραφέας, και δη αυτής της κλάσης, επιλέγει τα εργαλεία ή τις στρατηγικές του. Νομίζω ότι στην καλύτερη περίπτωση αυτά τα πράγματα τα κατανοεί εκ των υστέρων. Ο Σίνγκερ αφηγείται με δεξιοτεχνία βιρτουόζου αλλά και με ειρωνεία που του επιτρέπει να παρατηρεί το υλικό του, τον εσωτερικό του κόσμο εντέλει, με το φλέγμα, όχι σπάνια και με την ερευνητική διεισδυτική ματιά του φυσιοδίφη. Η ειρωνεία του είναι καταλυτική και πανταχού παρούσα, άλλοτε αδιόρατη, άλλοτε προσφυώς ανακατεμένη με γλαφυρότητα στο χαρακτηριστικό κοκτέιλ του εβραϊκού χιούμορ. Και είναι χάρη στην ειρωνεία του που το έργο του Σίνγκερ αποτελεί αδιαμφισβήτητα ένα πολύ χρήσιμο παράδειγμα για να μελετήσει κανείς πώς η ηθογραφία μπορεί να περιοριστεί σε σκηνογραφία μόνο. Δεν είναι καλύτεροι ούτε πιο ενδιαφέροντες άνθρωποι οι Πολωνοεβραίοι του, καν περισσότερο θύματα. Αντίθετα έχεις την εντύπωση πως μεγεθύνονται τα ελαττώματα, η ελλειμματική και αντιφατική ηθική ή πνευματική τους συγκρότηση, οι ιδεοληψίες τους. Καταλήγει ωστόσο ένας ζωντανός και ακέραιος αν ιδωθεί στις πολιτιστικές συντεταγμένες του κόσμος, και τόσο, που παρά το ζοφερό πλαίσιο αυτών των εξιστορήσεων, ομολογώ, σαν αναγνώστης, ποτέ άλλοτε δεν μου άσκησαν μεγαλύτερη σαγήνη ήρωες μιας αφήγησης, και ότι, αν συναντούσα σε νεότερη ηλικία το έργο του Σίνγκερ, το πιθανότερο θα εκδήλωνα ενδιαφέρον και για την ίδια τη γλώσσα του, τα γίντις. Και αυτά τα συναισθήματα παρά και το ότι συχνά ο κόσμος των Πολωνοεβραίων του μοιάζει σχεδόν επινοημένος από τον ίδιον τον Σίνγκερ, μη πραγματικός, περίπου ένα ιδιοφυές μυθικό σύμπαν, ανάλογο φέρ’ ειπείν με την ελληνιστική Αλεξάνδρεια του Καβάφη. Άραγε πόση ή ποια ευχαρίστηση του προξενεί ο κόσμος αυτός την ώρα που γράφει; Το σίγουρο, ότι γίνεται ο ζωτικός αφηγηματικός του χώρος, ότι του χρησιμεύει. Ακόμη και ότι η συγκίνησή του είναι άλλης τάξεως, κυρίως άλλου βάθους. Η εβραϊκή ταυτότητα όπως κάθε ταυτότητα είναι ρούχο περισσότερο, μία συνάφεια, ένα πλέγμα για να κινηθεί κάποιος, όχι για να υπάρξει, εν προκειμένω ένα σύνολο πραγματολογικών στοιχείων που ο συγγραφέας, γιατί τα κατέχει άριστα, διευκολύνεται να τα χρησιμοποιεί για τα αφηγηματικά μοτίβα του, (και τα μεταχειρίζεται σε τελική ανάλυση κυρίως σαν στοιχεία μαγικά, απόδειξη ότι σπάνια χρειάζεται ο αναγνώστης το γλωσσάρι, προκειμένου να κατανοήσει το κείμενο), όμως εκεί που πραγματικά εστιάζει είναι στο εκάστοτε αξιοπερίεργο, στο γυμνό, στο κάτω από το ρούχο.
Έχω διαβάσει οκτώ από τα προηγούμενα βιβλία-μεταφράσεις άλλων έργων του Ι.Μ.Σ., όλα απνευστί και συναρπασμένος. Η «Σώσα», παρά το ξεχωριστό ενδιαφέρον της, είναι το μόνο που αγκομάχησα να τελειώσω, και μόλο που το κύριο περιεχόμενο του βιβλίου, η μετάφραση του κειμένου, δείχνει αρκετά φροντισμένη. Η σταθερή ενόχλησή μου προερχόταν από την ίδια την αισθητική, τον σχεδιασμό της έκδοσης: φορμαλιστική επιτήδευση και ναρκισσισμός. Το όλο στήσιμο, τα πολλά συνοδευτικά κείμενα, τα σημειώματα και σχόλια σαν να επρόκειτο για τη μνημειώδη (περίπου κριτική) έκδοση που δεν… ξαναματάγινε, ένας συνεχής περισπασμός, μην ξεχαστείς και μείνεις -ο αναγνώστης- μόνος (σε επικοινωνία κατά το δυνατόν αδιαμεσολάβητη) με το κείμενο του συγγραφέα. Και όμως, και οι οκτώ παλιότερες εκδόσεις (άλλων) έργων του Σίνγκερ που έχω υπόψη ήταν πολύ πιο φιλικές στην ανάγνωση.
Βεβαίως, μια ιδιότυπη πτωχαλαζονεία στον σχεδιασμό όπως και η επιτήδευση σε ζητήματα μορφής είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των περισσότερων από τους θεωρούμενους ποιοτικούς εκδοτικούς οίκους. Φορμαλιστική επιτήδευση -να δώσω δύο εξόφθαλμα παραδείγματα: η εμμονή στο πολυτονικό, με το πρόσχημα δήθεν μιας φετιχιστικής σχέσης με την παλιά τυπωμένη σελίδα, και η εσχάτως ευρέως διαδομένη άποψη –ω τι ακκισμός, Θε μου- αν ο συγγραφέας ανήκει στις πολιτιστικά κυρίαρχες γλώσσες, το όνομά του στο εξώφυλλο να αναγράφεται με λατινικούς χαρακτήρες.
Να θεωρήσω ενδεικτική των παραπάνω την αντιπαραβολή του ελληνικού σε σχέση με το εξώφυλλο που φαίνεται να κοπιάρει (εικάζω λόγω κάποιου δεσμευτικού συμβολαίου); Στο δεύτερο φιγουράρει με μεγάλα γράμματα το όνομα του συγγραφέα, με μικρότερα ο τίτλος του συγκεκριμένου βιβλίου, ενώ στο κάτω περιθώριο αναγράφεται και η πληροφορία ότι ο Ι.Μ.Σ. τιμήθηκε με το βραβείο λογοτεχνίας Νόμπελ. Στο ελληνικό μειώνεται η δυσαναλογία των γραμμάτων, απαλείφεται επίσης η μνημόνευση του βραβείου Νόμπελ. Μείωση την οποία υπαγορεύει μία αθώα και πάγια εκδοτική παράδοση ή που υποδηλοί μεθερμηνευόμενη: η εξής ανωτέρα αρχή κύρους, ο ΕΚΔΟΤΗΣ, επιλέγει για σας το αριστούργημα με τίτλο ΤΑΔΕ που έγραψε ο Δείνα συγγραφέας; (Και αυτό ακόμα και σήμερα που τα αριστουργήματα είναι οπουδήποτε, χάμω, στο διαδίκτυο, τζάμπα κατά χιλιάδες, και το μόνο που μπορούν να πουλάνε οι εκδότες είναι το τελευταίο κείμενο του ΤΑΔΕ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ;) Να θυμίσω ότι είναι άχαρη και αφιλότιμη η δουλειά των εκδοτών, αν στο βάθος προτίθενται τις συνεντεύξεις να τις δίνουν αυτοί. Είναι στην καλύτερη περίπτωση κάτι σαν τους θεατρώνες. Πίσω από το ταμείο, αυτοί που σχεδιάζουν τις κατευθύνσεις, τις επιχειρηματικές επιλογές, της μιας ή της άλλης ποιότητας εννοείται, μα το θέατρο, η δουλειά καθ’ αυτήν, και η μαρκίζα στο τέλος, ανήκει στους θεατρίνους. Τους αρέσει-δεν τους αρέσει. Ιδίως οι ποιοτικοί οίκοι μακροπρόθεσμα και την εμπορική τους επιβίωση και ασφαλώς την υστεροφημία τους τις συναρτούν με την αξία των έργων που εισηγούνται στο αναγνωστικό κοινό, με την προβολή και την αναγνώριση του κύρους που επιδιώκουν για τους συγγραφείς τους. Τους αρέσει-δεν τους αρέσει.
Και μία τελευταία παρατήρηση, ας πω και απορία: γιατί σε καμιά απ’ τις ελληνικές εκδόσεις (που έχω υπόψη) του έργου αυτού του έξοχου και μοναδικού συγγραφέα, (και σε τούτην εδώ παρά τις ογδόντα εργοβιογραφικές επεξηγηματικές σελίδες γίνονται μόνο δύο σχεδόν αδιόρατες νύξεις), δεν αναφέρεται ρητά -όπως ο ίδιος το έκανε- ότι δήλωνε συντηρητικός στα πολιτικά του φρονήματα, και ότι τόσο σε συνεντεύξεις και περισσότερο στην αρθογραφία του ήταν ανοικτά εχθρικός προς τις μαρξιστικές κοινωνικοπολιτικές αντιλήψεις; Άραγε το φαινόμενο αυτής της… πονηρής αποσιώπησης να απαντάται σε άλλη από τις γλώσσες στις οποίες μεταφράζεται; Μόνο ρητορικό το ερώτημά μου, ασφαλώς.
Τρία ενδεικτικά αποσπάσματα:
α) Για το κοκτέιλ ειρωνείας και χιούμορ.
Σελ. 211-212: Οι συνειδητές υπνωτιστικές ικανότητές μας έχουν κάποια όρια. Δεν πιστεύω ότι υπνώτισα το ντρέιντελ. Ίσως να υπνώτισα το χέρι μου για να στριφογυρίζει το ντρέιντελ με τρόπο ώστε να σταματάει εκεί που ήθελα. Αλλά ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι ο υπνωτισμός είναι απλώς μια βιολογική δύναμη; Ίσως να είναι και φυσική δύναμη. Ίσως η βαρύτητα να είναι ένα είδος υπνωτισμού. Ίσως ο μαγνητισμός να είναι επίσης ένα είδος υπνωτισμού. Ίσως ο Θεός να είναι ένας υπνωτιστής προικισμένος με τόσο μεγάλες υπνωτιστικές δυνάμεις, που να λέει «Γενηθήτω φως!» και να δημιουργείται το φως. Έχω ακούσει να μιλάνε για μια γυναίκα που διέταξε μια καρέκλα να περπατήσει μόνη της, και η καρέκλα διέσχισε όλο το δωμάτιο, και μάλιστα χορεύοντας. Το πόλτεργκαϊστ είναι ένα θορυβοποιό πνεύμα που σηκώνει πιάτα στον αέρα και τα σπάει, πετάει πέτρες και ανοίγει κλειδωμένες πόρτες. Κάποτε μια γυναίκα ήρθε να με δει και μου ορκίστηκε σε ό,τι είχε ιερό ότι μια μέρα, τη στιγμή που έμπαινε στην κουζίνα, είδε μια κατσαρόλα να υψώνεται, να πετάει προς το μέρος της και να προσγειώνεται απαλά στα πόδια της. Ήταν η χήρα ενός δικηγόρου, μια ηλικιωμένη γυναίκα με μεγάλα παιδιά, ευυπόληπτη και μορφωμένη. Δεν είχε λόγο να επινοήσει μια τέτοια ιστορία. Ήρθε σ’ εμένα με την ελπίδα ότι θα μπορούσα να της εξηγήσω αυτό το μυστηριώδες γεγονός. Την απασχολούσε χρόνια. Επέμενε ότι η κατσαρόλα δεν είχε πέσει στα πόδια της, αλλά είχε προσγειωθεί απαλά και προσεκτικά. Από τότε φοβόταν τη συγκεκριμένη κατσαρόλα. Περίμενε να τη δει να κάνει κι άλλα κόλπα, αλλά όχι, αυτή παρέμεινε μια απλή κατσαρόλα σαν όλες τις κατσαρόλες. Η γυναίκα μού διηγήθηκε την ιστορία κλαίγοντας. Θα μπορούσε αυτό να ήταν το μήνυμα από τον νεκρό σύζυγό της; Έμεινε δύο ώρες μαζί μου με την ελπίδα ότι θα της έδινα κάποια εξήγηση, ωστόσο το μόνο που μπορούσα να της πω ήταν ότι η κατσαρόλα δεν είχε πετάξει από μόνη της, αλλά κάποια δύναμη –ένα αόρατο χέρι- την είχε σηκώσει στον αέρα και την είχε προσγειώσει στα πόδια της. Θυμάμαι τη γυναίκα να λέει: «Μήπως η κατσαρόλα ήθελε να σκαρώσει μια φάρσα;».
β) Για τα ηθογραφικά στοιχεία που χάρη στην ειρωνεία αποβαίνουν σκηνικός διάκοσμος, και για τους ειδικούς όρους που καταλήγουν μαγικές λέξεις ενός κλειστού λογοτεχνικού σύμπαντος∙ δεν χρειάζεται καν να ανατρέξεις στο γλωσσάρι, να δεις την ακριβή σημασία τους.
Σελ. 162-163: …Θυμήθηκα μια ιστορία που είχα ακούσει παιδί από τη μητέρα μου για μια ομάδα κακών πνευμάτων που κατέλαβε ένα χωριό και έφερε τα πάνω κάτω. Ο νερουλάς έγινε ραββίνος, ο ραββίνος φύλακας των δημόσιων λουτρών, ο αλογοκλέφτης γραφιάς, ο γραφιάς αγωγιάτης. Ένα τελώνιο παρίστανε τον διευθυντή της γεσιβά και έκανε στη συναγωγή κήρυγμα γεμάτο βλασφημίες. Ο γιατρός, που στην πραγματικότητα ήταν ένας δαίμονας, συνταγογραφούσε στους αρρώστους κουτσουλιές κατσίκας και πούπουλα από πόδι πτηνού μαζί με φεγγαρόζουμο και σπέρμα γαλοπούλας. Ένας διάβολος με πόδια πετεινού και κέρατα τράγου έγινε ιεροψάλτης και μετέτρεψε τους χαρούμενους ύμνους της Σιμχάτ Τορά σε θρήνους της Τισά β’ Αβ. Σε τέτοιου είδους μυστικιστική φαρσοκωμωδία κόντευαν να μετατρέψουν το έργο μου.
γ) Για την εμπειρία του διωγμού-του αποκλεισμού.
Σελ. 341-342: …Μετά το πρόγευμα πήγα στη Σώσα και έμεινα εκεί για το μεσημεριανό. Έπειτα έφυγα για το δωμάτιό μου στην οδό Λέσνο. Αν και μπορούσα να κόψω δρόμο από την οδό Ζελάζνα, πήγα από την Γκνόυνα, τη Ζίμνα και την Όρλα. Στη Ζελάζνα διέτρεχες πάντοτε τον κίνδυνο να σε χτυπήσει κάποιος Πολωνός φασίστας. Είχα ορίσει το δικό μου γκέτο. Μερικοί δρόμοι ήταν πάντα επικίνδυνοι. Σε άλλους μπορούσες να περπατήσεις με ασφάλεια τη μέρα, αλλά όχι τη νύχτα. Κάποιοι, τέλος, παρέμεναν για την ώρα σχετικά ασφαλείς. Η γωνία Λέσνο και Ζελάζνα ενείχε πάντα σοβαρή πιθανότητα κινδύνου. Αν και είχα παρεκκλίνει από τον δρόμο του εβραϊσμού, κουβαλούσα μέσα μου τη διασπορά.
*Ο ©Αντώνης Νικολής είναι συγγραφέας-μυθιστοριογράφος.