(Μιλάει ο θεός Ύπνος στην Ήρα. Αναφέρεται στον Ηρακλή.
Εὖ ναιομένη και
πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια, λοιπόν.
Η φωτογραφία από τον πολύ καλό φίλο Γιάννη Χατζηπαναγιώτη.)
(Ο Ιδομενέας, ο αρχηγός των
Κρητικών, περιγράφει το δειλό άντρα στη διάρκεια στρατιωτικής ενέδρας:)
Τον Ίμβριο, πάλι, οι δύο Αίαντες, τυφλωμένοι από το πολεμικό
μένος τους, σαν δυο λιοντάρια που άρπαξαν από τα κοφτερά δόντια σκυλιών μια
κατσίκα και την κουβαλάνε σε πυκνούς θάμνους, κρατώντας την με τα σαγόνια τους
ψηλά πάνω απ’ το έδαφος, έτσι και το σκοτωμένο Ίμβριο βαστώντας τον ψηλά στα χέρια τους οι δύο
Αίαντες τον γύμνωσαν από τα όπλα του, κι ο μικρότερος απ' τους δυο, ο γιος του
Οϊλέα, οργισμένος για το σκοτωμό του Αμφίμαχου, του ’κοψε το κεφάλι απ’ το
μαλακό λαιμό και στριφογυρνώντας το το πέταξε σαν σφαίρα μέσα στο πλήθος των
πολεμιστών. Κι αυτό έπεσε κι έσκασε μπροστά στα πόδια του Έκτορα, στις σκόνες.
(Ένα ίχνος ρεαλισμού –και ειρωνείας;- σε περιβάλλον ατόφιας
λογοτεχνίας του φανταστικού.)
(Στον ελληνικό
κόσμο από τη γεωμετρική εποχή κιόλας υποφώσκει ο ορθός λόγος. Οι θεοί πάνε κι
έρχονται στο έπος, ωστόσο οι ιατρικές πληροφορίες αποθησαυρίζονται ορθολογικά.)
Έπειτα μπήκαν στη σκηνή, κάθισαν σε σκαμνιά, και τότε τους ετοίμασε
τον κυκεώνα η Εκαμήδη με τα ωραία πλεγμένα μαλλιά, η κόρη του γενναίου Αρσίνοου,
που την πήρε ο Νέστορας από την Τένεδο όταν κυρίευσε το νησί ο Αχιλλέας. Του
την ξεχώρισαν οι Αχαιοί, γιατί στη σκέψη ήτανε ο άριστος ανάμεσα σ’ όλους.
Εκείνη έβαλε μπροστά τους πρώτα πρώτα ένα ωραίο τραπέζι με μαύρα πόδια,
σκαλισμένο όμορφα, και πάνω σ’ αυτό ακούμπησε ένα χάλκινο κάνιστρο με
κρεμμύδι -μεζέ για το ποτό- και κιτρινωπό μέλι, και παραδίπλα πλιγούρι. Έβγαλε κι ένα
ποτήρι για σπονδές, πολύ όμορφο, που το είχε κουβαλήσει ο γέρο – Νέστορας από
το σπίτι του, κοσμημένο με χρυσά καρφιά, και στ’ αυτιά του, που ήτανε τέσσερα,
γύρω απ’ το καθένα τους να βόσκουν από ένα ζευγάρι χρυσά περιστέρια, και που είχε
διπλό πάτο. Ένας άλλος, γεμάτο το εν λόγω σκεύος, δύσκολα θα το μετακινούσε από
το τραπέζι, ο γέρο – Νέστορας όμως το σήκωνε δίχως κόπο. Σ’ αυτό το ποτήρι των
σπονδών, λοιπόν, ανακάτεψε για χάρη τους η όμοια με τις θεές γυναίκα νερό με
κρασί από τ' αμπέλια του Πράμνου στην Ικαρία, από πάνω έτριψε κατσικίσιο τυρί με χάλκινο
τρίφτη, κι επιπλέον πασπάλισε άσπρο κριθάλευρο. Κι όταν ετοίμασε τον κυκεώνα τούς παρακινούσε
να πίνουν. Κι εκείνοι, αφού ήπιαν και κόρεσαν τη δίψα που στεγνώνει το λαιμό,
ύστερα, κουβέντα στην κουβέντα ο ένας με τον άλλον, περνούσαν ευχάριστα την ώρα τους.
Είναι πολλές οι περιφράσεις – μεταφορές για τη στιγμή που
χτυπημένος παραδίδεται στο θάνατο ένας ήρωας, οι συνηθέστερες του τύπου: (Ιλ. Δ.
526) τὸ δὲ σκότος ὄσσε κάλυψε / το
σκοτάδι κάλυψε τα μάτια, ή η παρεμφερής (Ιλ. Ε. 310) ἀμφὶ δὲ ὄσσε κελαινὴ νὺξ ἐκάλυψε / σκοτεινή νύχτα τού σκέπασε τα μάτια,
κ.ά., αλλά ιδιαίτερη και τούτη, για το ψηλό ομορφόπαιδο από τη Θράκη, τον
Ιφιδάμαντα, το γιο του Αντήνορα.
(Η πρεσβεία των
Αχαιών έρχεται στις σκηνές και στα καράβια του Μυρμιδόνων, προκειμένου να ανακοινώσει
στον Αχιλλέα τα διόλου ευκαταφρόνητα δώρα που ο Αγαμέμνονας προτίθεται να του
στείλει για να τον εξευμενίσει.)