(Η πρεσβεία των
Αχαιών έρχεται στις σκηνές και στα καράβια του Μυρμιδόνων, προκειμένου να ανακοινώσει
στον Αχιλλέα τα διόλου ευκαταφρόνητα δώρα που ο Αγαμέμνονας προτίθεται να του
στείλει για να τον εξευμενίσει.)
Ακολουθούσαν τη γραμμή του γιαλού στη θάλασσα με τον
ασταμάτητο φλοίσβο, και θερμοπαρακαλούσαν
τον Ποσειδώνα, το θεό που περικυκλώνει και σείει τη γη, να πείσουν
εύκολα τη μεγάλη ψυχή του εγγονού του Αιακού. Σαν φτάσανε στις σκηνές και στα
καράβια των Μυρμιδόνων, βρήκαν τον Αχιλλέα να τέρπει την ψυχή του με γλυκιά
φόρμιγγα, έγχορδο όμορφο, διακοσμημένο με πολλά πλουμίδια, και που είχε ζυγό
ασημένιο. Την είχε μαζέψει από το σωρό τα λάφυρα, όταν κατέστρεψε την πόλη του
Ηετίωνα. Με τη φόρμιγγα ευχαριστούσε την ψυχή του, και με τη φωνή του τραγουδούσε
τις δόξες των πολεμιστών. Ήτανε μαζί με τον Πάτροκλο, που καθόταν απέναντί του και
περίμενε σιωπηλός πότε ο εγγονός του Αιακού θα αποσώσει το τραγούδι του.
Η πρεσβεία, λοιπόν, προχώρησε -στην κεφαλή της ο θεϊκός
Οδυσσέας-, στάθηκαν ύστερα μπροστά στον Αχιλλέα. Εκείνος ξαφνιάστηκε και
πετάχτηκε απ’ την καρέκλα όρθιος με τη φόρμιγγα στο χέρι. Το ίδιο
έκανε κι ο Πάτροκλος, σηκώθηκε μόλις τους είδε. Και διαχυτικός μαζί τους, ο
γρήγορος στα πόδια Αχιλλέας τούς προσφώνησε: «Καλώς τους. Φίλοι πραγματικά
αγαπημένοι έρχεστε εδώ. Κάποια μεγάλη ανάγκη υποθέτω θα σας φέρνει, εσάς τους
πιο προσφιλείς μου ανάμεσα στους Αχαιούς, -παρόλο που είμαι θυμωμένος, βέβαια…»
Αυτά είπε ο θεϊκός Αχιλλέας και τους οδήγησε να καθίσουν σε
σκαμνιά και σε χαλιά βαμμένα με πορφύρα. Κι αμέσως υπόδειξε στον Πάτροκλο που
έστεκε στο πλάι του: «Γιε του Μενοίτιου, εμπρός φέρε ένα μεγαλύτερο κρατήρα,
ανακάτεψε, φτιάξε πιο δυνατό κρασί, δώσε κι από ένα ποτήρι στον καθένα τους∙
γιατί οι φίλοι μου οι πιο αγαπητοί βρέθηκαν κάτω από τη στέγη μου.»
Αυτά είπε, κι ο Πάτροκλος υπάκουε στον αγαπημένο σύντροφο. Ο
Αχιλλέας, πάλι, κουβάλησε το πλατύ ξύλο κοπής μπροστά στη λάμψη της φωτιάς και
πάνω του απίθωσε μια πλάτη από αρνί, άλλη μια από παχιά κατσίκα και μια ράχη
από γουρουνοπούλα γυαλιστερή από το λίπος. Του κράταγε ο Αυτομέδοντας και ο
θεϊκός Αχιλλέας κομμάτιαζε τα κρέατα. Ύστερα τα έκοβε με προσοχή σε μικρότερα
κομμάτια και τα πέρναγε στις σούβλες. Κι από δίπλα ο γιος του Μενοίτιου, ο ίδιος
με θεό Πάτροκλος, άναβε μεγάλη φωτιά. Έπειτα, με το που σβήσανε οι γλώσσες της φωτιάς
κι η φλόγα μαράθηκε, έστρωσε την ανθρακιά και τοποθέτησε από πάνω της τις σούβλες, που τις
πασπάλιζε με καλής ποιότητας αλάτι μετακινώντας τες στις πέτρινες πλευρές της ψησταριάς.
Ύστερα, τα ψημένα σουβλάκια τα σώριαζε στον πάγκο της κουζίνας. Ο Πάτροκλος,
ταυτόχρονα, έπαιρνε και μοίραζε στο τραπέζι σταρένιο ψωμί σε ωραία πανέρια. Τα κρέατα όμως τα σέρβιρε ο Αχιλλέας. Ο ίδιος κάθισε στον τοίχο απέναντι από
το θεϊκό Οδυσσέα, κι έδωσε εντολή στον Πάτροκλο, το σύντροφό του, να κάνει την προσφορά
στους θεούς. Κι ο Πάτροκλος έριχνε στη φωτιά ό,τι από τα κρέατα προοριζόταν για
τη θυσία. Οι άλλοι εντωμεταξύ άπλωναν τα χέρια στα έτοιμα φαγιά μπροστά τους.
[Ομήρου Ιλιάδα,
ραψωδία Ι, στίχοι 182 – 221]