Έπειτα μπήκαν στη σκηνή, κάθισαν σε σκαμνιά, και τότε τους ετοίμασε τον κυκεώνα η Εκαμήδη με τα ωραία πλεγμένα μαλλιά, η κόρη του γενναίου Αρσίνοου, που την πήρε ο Νέστορας από την Τένεδο όταν κυρίευσε το νησί ο Αχιλλέας. Του την ξεχώρισαν οι Αχαιοί, γιατί στη σκέψη ήτανε ο άριστος ανάμεσα σ’ όλους. Εκείνη έβαλε μπροστά τους πρώτα πρώτα ένα ωραίο τραπέζι με μαύρα πόδια, σκαλισμένο όμορφα, και πάνω σ’ αυτό ακούμπησε ένα χάλκινο κάνιστρο με κρεμμύδι -μεζέ για το ποτό- και κιτρινωπό μέλι, και παραδίπλα πλιγούρι. Έβγαλε κι ένα ποτήρι για σπονδές, πολύ όμορφο, που το είχε κουβαλήσει ο γέρο – Νέστορας από το σπίτι του, κοσμημένο με χρυσά καρφιά, και στ’ αυτιά του, που ήτανε τέσσερα, γύρω απ’ το καθένα τους να βόσκουν από ένα ζευγάρι χρυσά περιστέρια, και που είχε διπλό πάτο. Ένας άλλος, γεμάτο το εν λόγω σκεύος, δύσκολα θα το μετακινούσε από το τραπέζι, ο γέρο – Νέστορας όμως το σήκωνε δίχως κόπο. Σ’ αυτό το ποτήρι των σπονδών, λοιπόν, ανακάτεψε για χάρη τους η όμοια με τις θεές γυναίκα νερό με κρασί από τ' αμπέλια του Πράμνου στην Ικαρία, από πάνω έτριψε κατσικίσιο τυρί με χάλκινο τρίφτη, κι επιπλέον πασπάλισε άσπρο κριθάλευρο. Κι όταν ετοίμασε τον κυκεώνα τούς παρακινούσε να πίνουν. Κι εκείνοι, αφού ήπιαν και κόρεσαν τη δίψα που στεγνώνει το λαιμό, ύστερα, κουβέντα στην κουβέντα ο ένας με τον άλλον, περνούσαν ευχάριστα την ώρα τους.
[Ομήρου Ιλιάδα, ραψωδία
Λ, στίχοι 622 – 643]