Οι πεζοί σκότωναν τους πεζούς που αναγκάζονταν σε φυγή κι οι αρματηλάτες τους αρματηλάτες εξολοθρεύοντάς τους με τα χάλκινα όπλα. Από κάτω τους σηκωνόταν η σκόνη που τίναζαν τα πόδια των αλόγων χτυπώντας με βρόντο το χώμα της πεδιάδας.
Ο βασιλιάς Αγαμέμνονας, εντούτοις, ακολουθούσε από κοντά και σκότωνε
ασταμάτητα εχθρούς, αναπτερώνοντας τους Αργείους. Κι όπως, όταν η καταστροφική φωτιά ενσκήψει σε δάσος πυκνό κι ο άνεμος με τους στροβίλους του τη μεταφέρει παντού, τα κλαδιά των δέντρων πέφτουν στις ρίζες τους σπρωγμένα από την ορμή της
φωτιάς, έτσι κι απ’ τα χέρια του Αγαμέμνονα πέφτανε τα κεφάλια των Τρώων, και
πολλά περήφανα άλογα κροτάλιζαν τ' άδεια αμάξια τους στο μεσοδιάστημα ανάμεσα
στους δυο στρατούς ψάχνοντας τους έξοχους ηνίοχούς τους, μα εκείνοι κείτονταν
πια στη γη, πολύ πιο αγαπητοί στους γύπες παρά στις γυναίκες τους.
[Ομήρου Ιλιάδα, ραψωδία Λ, στίχοι 150 – 162]
[Ομήρου Ιλιάδα, ραψωδία Λ, στίχοι 150 – 162]