Στην Πλατεία Συντάγματος,
άλλοτε και φέτος
Athens Voice, 19-9-2015.
Νομίζω είχα την τύχη να βρεθώ στην Πλατεία Συντάγματος εκείνες τις δύο φορές που σαν να μην έπρεπε να λείψω, -αν δεν τις αποτιμώ, βέβαια, με κριτήρια προσωπικά-, αλλά καλύτερα ας εξηγηθώ. Η μία φορά ήτανε την άνοιξη του 1985, όταν στη Βουλή διεξαγόταν η επεισοδιακή ψηφοφορία για την εκλογή στην Προεδρία της Δημοκρατίας του Χρήστου Σαρτζετάκη, η άλλη αρχές του φετινού καλοκαιριού, μετά από τριάντα ολόκληρα χρόνια δηλαδή, στην πρώτη μεγάλη συγκέντρωση του «Μένουμε Ευρώπη».
Τότε, επιβιβασμένος σε λεωφορείο από την Ακαδημίας για τα Ιλίσια, πάνω στη στροφή της Βασιλίσσης Σοφίας, αντιλήφθηκα τη φασαρία στην πλατεία, από περιέργεια κατέβηκα στην επόμενη στάση. Απορούσα. Η αιφνιδιαστική υποψηφιότητα Σαρτζετάκη από τον Ανδρέα Παπανδρέου, επιλογή και ως προς το συμβολισμό της προσβλητική προς τον Κωνσταντίνο Καραμανλή πρεσβύτερο, ένας ελιγμός δίχως κανένα ουσιαστικό πολιτικό αντίκρισμα, το αντίθετο, προφανώς άκομψος, αήθης και μικροπολιτικός, δε χρειαζόταν να ήσουν καραμανλικός ή δεξιός για να σε ενοχλήσει. Απορούσα, λοιπόν, ποιος ήταν εκείνος ο κόσμος που έμοιαζε να έχει συγκεντρωθεί αυθόρμητα, προκειμένου να διευκολύνει ακόμα μια φορά τον ηγέτη της αλήστου «αλλαγής».
Ειλικρινά, την περιδιάβασή μου σ’ εκείνο το πλήθος της πλατείας δεν την ξέχασα ποτέ. Δε με άφησαν τα επόμενα χρόνια, άλλωστε. Θυμάμαι φάτσες, μορφασμούς, κουβέντες. Δεν ήταν οι κεντρώοι ούτε οι αριστεροί, καν οι τυπικοί πασόκοι της εποχής. Επρόκειτο για κόσμο προερχόμενο από την περιφέρεια, νιόφερτους από την επαρχία στην πλειονότητά τους, σπρωγμένους ίσαμε την πόλη και την κεντρική της πλατεία από μια περίπου βίαιη ρευστότητα, με ευδιάκριτες στα χαρακτηριστικά τους τη βουλιμία αλλά και την ανασφάλεια.
Ήτανε τα στρώματα που αναδύθηκαν κακήν κακώς στα χρόνια της επταετίας, δίχως σαφή πολιτική συνείδηση, το αποτέλεσμα μιας στρεβλής αστικοποίησης, και που, ανασφαλή από κάθε άποψη, γύρευαν προστασία και κολακεία. Δεν ήταν δύσκολο να διαισθανθεί κανείς ότι η χώρα, αν εξαιρούνταν ένα – δυο μικρά διαστήματα, εφεξής θα τους παραδινόταν, ούτε ότι ο λαϊκισμός και ο κρατισμός θα δέσποζαν.
Βέβαια, από τότε πέρασαν τριάντα χρόνια, το διάστημα μιας γενιάς. Μάλλον από τα καλύτερα χρόνια της ηπείρου και του κόσμου, για μας σπάταλα και επιπόλαια. Στην ίδια πλατεία, μάλιστα, σχετικά πρόσφατα, οι «αγανακτισμένοι» έμοιαζαν με τα παιδιά εκείνου του άλλοτε πλήθους, όπως και οι λογής «αντιμνημονιακοί», και ανάμεσά τους ιδιαίτερα οι ανεκδιήγητοι της «πρώτης φοράς αριστεράς», το τελευταίο να ελπίσουμε απομεινάρι της δεκαετίας του ογδόντα, αλλά και τίποτε πια, για έναν προσεκτικό παρατηρητή, δεν είναι πραγματικά το ίδιο με τότε.
Τα λούμπεν χαρακτηριστικά: η ηθικολογία, οι ιδεοληψίες, οι συνωμοσιολογίες, η απέχθεια προς την αισθητική και την παιδεία κυριαρχούσαν όσο μπορούσε ο δημόσιος κορβανάς να χρηματοδοτεί τα στρώματα - φορείς τους. Δεν ήτανε καθόλου αταίριαστη η σύμπνοια ψεκασμένων και συριζαίων∙ αντίθετα, η μόνη ταιριαστή.
Στον αντίποδα των παραπάνω πρόβαλλαν μικρές εστίες πολιτών εδώ και χρόνια. Με τάσεις φυγόκεντρες ως προς το κράτος, στο ιδεολογικό φορτίο τους κατά κύριο λόγο πολιτικά φιλελεύθερες, και γι’ αυτό εύλογα αγνοούνταν ή και λοιδορούνταν από τα παραδοσιακά λαϊκιστικά κόμματα. Οι εθελοντές των Ολυμπιακών, οι Ατενίστας, ομάδες όπως η «Κάθε Σάββατο στην Αθήνα», ποικίλες συλλογικότητες σχετικές με δικαιώματα και δράσεις, οι δημαρχίες των Καμίνη – Μπουτάρη. Αλλά τη μεγαλύτερη ώθηση στο κίνημα, που σωστά ονομάστηκε των ευρωπαϊστών, θα το έδινε η καταθλιπτική, η πέρα κι απ’ την πιο δυσοίωνη πρόβλεψη «πρώτη φορά αριστερά».
Φέτος, λοιπόν, εκείνο το ωραίο απόγευμα στις 18 Ιουνίου, στην ίδια πλατεία πάλι, αυτή τη φορά θα εκφράζονταν αυθόρμητα, θα επικύρωναν και τυπικά την παρουσία και τη δυναμική τους, οι πολίτες της άλλης πλευράς. Αυτοί που συνειδητά διατρανώνουν την προσήλωσή τους στις δυτικές αξίες, στο συνταγματικό πολίτευμα, στη μεγάλη εθνική κατάκτηση της συμμετοχής στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Και πιστεύω πως αυτή η μερίδα των πολιτών, αν δε μας συμπαρασύρουν αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον, θα είναι αυτή που θα δίνει στο εξής τον τόνο στα δημόσια πράγματα.
Από «δωσίλογοι», «μνημονιακοί» και «γερμανοτσολιάδες», από φιλελέδες κεντροδεξιοί, κεντρώοι, κεντροαριστεροί, αίφνης, -δεν ξέρω πόσο έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτό-, μετατρέπονται σε αυτούς που έχουν το περισσότερο δίκιο. Στα καφενεία ακόμα, όταν μιλάει πια ο ευρωπαϊστής, ο ψηφοφόρος των λαϊκιστών κατεβάζει τον τόνο της φωνής, ξεχνάει ένα ξέπνοο «αλλά» στη μούρη, ωστόσο ακούει.
Είναι η τεράστια δύναμη του παραδείγματος. Όσο «βολευόταν», «διόριζε» τα παιδιά του, «τακτοποιούσε» τις δουλειές του στους προθαλάμους των λαϊκιστικών κομμάτων, το παράδειγμα ήταν αυτός, ο πελάτης. Όμως μέρα με τη μέρα τα πράγματα αλλάζουν. Το γκουβέρνο παραμένει στη μέγγενη των μνημονίων της χρεοκοπίας του, εντωμεταξύ δεν επαληθεύτηκε καμιά από τις μεγαλοστομίες του περασμένου Ιανουαρίου, και επιπλέον στο ιουλιανό δημοψήφισμα οι οπαδοί των λαϊκιστών γελοιοποιήθηκαν όσο ποτέ πολιτική μερίδα.
Το παράδειγμα είναι πια οι ευρωπαϊστές. Και επειδή το παιχνίδι πάντοτε και παντού –η ανθρωπεία φύσις, γαρ- καθορίζεται από την κυνική λαχτάρα για δύναμη, όποιοι (;) και όπως (;) κι αν κερδίσουν σ’ αυτές ή στις μελλοντικές εκλογές, στους ευρωπαϊστές αναγκαστικά θα απευθυνθούν, αυτούς θα κοιτάξουν πώς να προσεταιριστούν.