(Ένα ίχνος ρεαλισμού –και ειρωνείας;- σε περιβάλλον ατόφιας
λογοτεχνίας του φανταστικού.)
Ο κραταιός Ποσειδώνας, πάλι, ο θεός που σείει τη γη, δεν
επαγρυπνούσε ανώφελα∙ καθόταν στην πιο ψηλή κορφή της Σαμοθράκης που ’ναι γεμάτη δάση, και θαύμαζε αφ’ υψηλού τον πόλεμο και τη μάχη. Γιατί από κει
φαινόταν ολόκληρη η Ίδη, φαινόταν η πόλη του Πρίαμου και τα καράβια των
Αχαιών. Βγήκε, δηλαδή, από τη θάλασσα και κάθισε κει, καθώς λυπόταν τους Αχαιούς
που τους δάμαζαν οι Τρώες, αλλά και αγανακτούσε δικαιολογημένα με τον Δία.
Κατέβηκε πάραυτα από το απόκρημνο βουνό με γρήγορο
διασκελισμό. Τα μεγάλα βουνά και τα δάση τρέμανε απ’ τ’ αθάνατα πόδια του
Ποσειδώνα καθώς τα διέσχιζε. Άρκεσαν τρεις δρασκελιές, στην τέταρτη έφτασε
στον προορισμό του, στις Αιγές. Εκεί, στα βάθη της θάλασσας, είναι χτισμένα για
χάρη του ανάκτορα ξακουστά, χρυσά και που στραφταλίζουν, παντοτινά και άφθαρτα. Εκεί σαν ήρθε, έζευξε τα δυο του άλογα με τις χάλκινες οπλές, άλογα που πετούν
γοργά κι έχουνε χρυσές χαίτες, έντυσε και ο ίδιος το κορμί του με χρυσή στολή,
άρπαξε το φίνο χρυσό μαστίγιο, ανέβηκε στο αμάξι κι άρχισε να τρέχει πάνω από
τα κύματα. Τα κήτη που αναγνώριζαν το βασιλιά τους έβγαιναν για το χατίρι
του απ' τις κρυψώνες τους κι από κάθε γωνιά χοροπηδούσαν σαν τα ζωηρά παιδιά. Κι απ’ τη χαρά
της η θάλασσα ανοιγόταν και χώριζε στα δυο, έτσι που και τα άλογα πετούσαν γρήγορα κι
ελαφρά, μα κι από κάτω τους δε βρεχόταν ο χάλκινος άξονας του αμαξιού. Τον Ποσειδώνα,
λοιπόν, τα γρήγορα άλογά του τον ταξίδευαν προς τα πλοία των Αχαιών.
[Ομήρου Ιλιάδα,
ραψωδία Ν, στίχοι 10 – 31]