Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

Μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια (Οδ. Ψ. 85 – 95).


(Υπέφεραν και οι δυο τους είκοσι χρόνια γι’ αυτή τη στιγμή. Οι συγγραφείς της σειράς μπερδεύουν την αφήγηση με το αισθηματικό της φορτίο ή πολύ χειρότερα με τις ιδέες τους∙ οι καλοί συγγραφείς, αντίθετα, και πρώτος ο Όμηρος βέβαια, μεριάζουν, σεβόμενοι τους ίδιους τους ήρωές τους. Ο Οδυσσέας και η Πηνελόπη, ο ένας απέναντι στον άλλο, μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια, μένουν αμήχανοι, σιωπηλοί. Της ίδιας αισθηματικής οικονομίας όπως το κούνημα της ουράς και το κατέβασμα των αυτιών του γέρικου Άργου μαζί με το δάκρυ του Οδυσσέα για τον πιστό του σκύλο, επτά ραψωδίες νωρίτερα (Οδ. Ρ. 291 – 327).)

Κατέβαινε από την κάμαρα του ορόφου κι έβαζε πολλά με το νου της, αν από μακριά θα υπέβαλλε σε ανάκριση τον αγαπημένο σύζυγο ή θα ’τρεχε πάνω του, το κεφάλι του να φιλήσει, να πιάσει τα δυο χέρια του, να τα φιλήσει κι αυτά. Φάνηκε στην πόρτα της αίθουσας, πέρασε το πέτρινο κατώφλι, ύστερα πήγε και κάθισε απέναντι από τον Οδυσσέα, στο αντιφέγγισμα της φωτιάς, πλάι στον αντικριστό τοίχο∙ αυτός πάλι καθότανε κοντά στην ψηλή κολόνα, με το βλέμμα κατεβασμένο, προσδοκώντας την κουβέντα που θα του ’λεγε η σοβαρή του σύζυγος τώρα που τον έβλεπε με τα μάτια της. Εκείνη όμως παρέμενε αμίλητη για ώρα πολλή και ο νους της ήτανε σε σύγχυση∙ κι άλλοτε από το πρόσωπό του δεν ξεκολλούσε τη ματιά της, κι άλλοτε δεν τον αναγνώριζε απ’ τα κουρέλια στο κορμί του.   

(Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985): Οδυσσέας και Πηνελόπη (1972).)

[Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία ψ, στίχοι 85 – 95]