
Κατέβαινε
από την κάμαρα του ορόφου κι έβαζε πολλά με το νου της, αν από μακριά θα
υπέβαλλε σε ανάκριση τον αγαπημένο σύζυγο ή θα ’τρεχε πάνω του, το κεφάλι του
να φιλήσει, να πιάσει τα δυο χέρια του, να τα φιλήσει κι αυτά. Φάνηκε στην πόρτα της αίθουσας, πέρασε το πέτρινο κατώφλι, ύστερα πήγε και κάθισε απέναντι από τον
Οδυσσέα, στο αντιφέγγισμα της φωτιάς, πλάι στον αντικριστό τοίχο∙ αυτός πάλι καθότανε κοντά
στην ψηλή κολόνα, με το βλέμμα κατεβασμένο, προσδοκώντας την κουβέντα που θα
του ’λεγε η σοβαρή του σύζυγος τώρα που τον έβλεπε με τα μάτια της. Εκείνη όμως παρέμενε αμίλητη για ώρα πολλή και ο νους της ήτανε σε σύγχυση∙ κι άλλοτε από το
πρόσωπό του δεν ξεκολλούσε τη ματιά της, κι άλλοτε δεν τον αναγνώριζε απ’ τα
κουρέλια στο κορμί του.
(Νίκος
Εγγονόπουλος (1907-1985): Οδυσσέας και Πηνελόπη (1972).)
[Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία ψ, στίχοι 85 – 95]