
(175-176)
«… Γιατί και το παιδί σου έφτασε πια στην ηλικία που τόσο
πολύ προσευχόσουν στους αθάνατους ν’ αξιωθείς να τον ιδείς, άντρας με τα γένια
του φυτρωμένα.»
(258-271)
Αχ, όταν άφηνε τη γη της πατρίδας, μου ’πιασε τον καρπό του δεξιού
χεριού και μου είπε: «Άκου, γυναίκα, γιατί νομίζω πως οι καλά οπλισμένοι Αχαιοί
δε θα επιστρέψουμε όλοι σώοι από την Τροία∙ καθώς λένε πως οι Τρώες είναι άντρες
πολεμιστές, ακοντιστές αλλά και τοξότες με βέλη, κι αναβάτες σε γρήγορα άλογα, και
είναι σβέλτοι κι αποφασιστικοί στην πολεμική συμπλοκή σώμα με σώμα. Γι’ αυτό
και δεν ξέρω αν θα επιτρέψει ο θεός να γυρίσω ή αν θα χαθώ εκειπέρα στην Τροία. Εσύ,
ωστόσο, εδώ μερίμνησε για όλα. Έχε το νου σου στον πατέρα και τη μητέρα μου στο
σπίτι όπως τώρα ή κι ακόμα περισσότερο, όσο εγώ θα λείπω μακριά. Αλλά και σαν δεις
πως το παιδί μας έβγαλε γένια, τότε άφησε πια το σπίτι σου, παντρέψου μ' όποιον θα θελήσεις.»
[Ομήρου Οδύσσεια,
ραψωδία σ, στίχοι 175-176 και 258 – 271]