Ήτανε ο Θεός
Δεν ξέρω, κανένας δεν ξέρει
Γιατί τραγουδώ το φάντο μ’ αυτή τη θλίψη και τον πόνο
Και μέσα στο μαρτύριο, με τόση οδύνη
Νιώθω που η ψυχή μου εδώ μέσα γαληνεύει, μέσ’ απ’ τους στίχους
που τραγουδώ
Ήτανε ο Θεός που έδωσε φωνή στον άνεμο
Το φως στον ουρανό και το γαλάζιο στα κύματα της θάλασσας
Ήτανε ο Θεός που κρέμασε στο στήθος μου
Ένα ροζάριο του πόνου –όπως εγώ το νιώθω- και κλαίω με το
τραγούδι μου
Έκανε ποιητή το αηδόνι, φύτεψε στον κάμπο το διοσμαρίνι
Έδωσε τα λουλούδια την άνοιξη
Αχ, και μου ’δωσε κι εμένα τη φωνή μου
Κι αν τραγουδώ, δεν ξέρω τ’ είν’ αυτό που τραγουδώ
Ανακατεμένος κίνδυνος και νοσταλγία, τρυφερότητα, μπορεί και
έρωτας
Μα ξέρω πως τραγουδώντας νιώθω το ίδιο
Σαν όταν η οδύνη κι ο πόνος μάς γλυκαίνουνε το πρόσωπο
Ήτανε ο Θεός που έδωσε το φως στα μάτια, το άρωμα στα
τριαντάφυλλα, που έδωσε το χρυσό στον ήλιο και το ασήμι στο φως του φεγγαριού
Ήτανε ο Θεός που κρέμασε στο στήθος μου
Ένα ροζάριο του πόνου –όπως εγώ το νιώθω- και κλαίω με το
τραγούδι μου.