(Η θεά Αθηνά, προκειμένου να ευοδωθεί το σχέδιό της, βρίσκει τρόπο και, παρά τη θέλησή της, καλλωπίζει (/ἀγλαΐζει) την Πηνελόπη.)
Τότε άλλο πάλι επινόησε η Αθηνά, η θεά με τα λαμπερά μάτια.
Περιέχυσε με ύπνο γλυκό την κόρη του Ικάριου, εκείνη πλάγιασε να κοιμηθεί, κι
εκεί επάνω στο ανάκλιντρο της λύθηκαν όλες οι αρθρώσεις των μελών της. Και η
μεγάλη θεά τα αθάνατα δώρα τής χάριζε, για να θαμπωθούν στη θέα της οι Αχαιοί.
Στην αρχή τής καθάρισε το όμορφο πρόσωπο με θεϊκό κάλλος, το ίδιο με το οποίο
αλείφεται η Αφροδίτη με τη λεπτή ζωσμένη μέση, σαν πηγαίνει μαζί με τις Χάρες
στο χορό που ξεσηκώνει τις επιθυμίες∙ και την έκανε να δείχνει ψηλότερη και πιο
τροφαντή, μα και λευκότερη από το επεξεργασμένο φίλντισι. Έκανε αυτά κι ύστερα
αποχώρησε η μεγάλη θεά. Κι ήρθανε τα κορίτσια με τα κρινοδάχτυλα, οι
θεραπαινίδες της, από το παλάτι, μπουκάρανε στην κάμαρά της με τις φωνές
τους και την ξύπνησαν απ’ το γλυκό ύπνο. Έτριψε με τα χέρια τα μάγουλά της και
είπε: «Αχ, τι μαλακός λήθαργος με βρήκε, την πολυβασανισμένη, μακάρι ένα τέτοιο
μαλακό θάνατο να μου ’δινε η Άρτεμη η παρθένα –ας ήτανε και τώρα δα- από το μαράζι
και το θρήνο της ψυχής μου να πάψει πια να φθείρεται η ζωή μου, που λαχταρώ τις χάρες
του άντρα μου, γιατί τις είχε όλες κι ήτανε ο πρώτος ανάμεσα στους
Αχαιούς.»
(Angelica Kauffmann
(1741-1807): Η Πηνελόπη στον αργαλειό της (1764).)
[Ομήρου Οδύσσεια,
ραψωδία σ, στίχοι 188 – 205]