(...Ίσαμε τον ἀσφοδελὸν λειμῶνα, το χλοερό τόπο των
αρχαίων ηρώων.
Ο ψυχοπομπός Ερμής κρατώντας τη χρυσή ράβδο του που θέλγει τὰ ὄμματα τῶν ἀνδρῶν / τα βλέμματα των ανθρώπων, οδηγεί τις ψυχές των μνηστήρων στα εὐρώεντα κέλευθα / στις μουχλιασμένες ατραπούς, στον υγρό και σκοτεινό δρόμο.)
Ο ψυχοπομπός Ερμής κρατώντας τη χρυσή ράβδο του που θέλγει τὰ ὄμματα τῶν ἀνδρῶν / τα βλέμματα των ανθρώπων, οδηγεί τις ψυχές των μνηστήρων στα εὐρώεντα κέλευθα / στις μουχλιασμένες ατραπούς, στον υγρό και σκοτεινό δρόμο.)
Τους
οδηγούσε ο άδολος Ερμής, κατέβαιναν τον υγρό και σκοτεινό δρόμο. Πέρασαν τα
ρεύματα του Ωκεανού και τη Λευκή Πέτρα, διάβηκαν του ήλιου τις πύλες και τη
χώρα των ονείρων∙ και γρήγορα φτάσανε στο λιβάδι με τους ασφόδελους, εκεί όπου
κατοικούν οι ψυχές, οι ίσκιοι των πεθαμένων.
(Το άνθος
του ασφόδελου.)
[Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία ω, στίχοι 9 – 14]