(Ο Οδυσσέας βρίσκει τον πατέρα του να περιποιείται ένα δεντράκι στο περβόλι του. Σαν ηλικιωμένος γεωργός νοικοκυραίος του καιρού μας. Ξεβοτανίζει και σκάβει το λάκκο γύρω από τη ρίζα του δέντρου.
Ο πατέρας θ’
αναγνωρίσει το γιο, ζητώντας του σημάδια κι αυτός, και όταν βεβαιωθεί ποιος είναι από τη συγκίνησή του θα λιποθυμήσει. Γιοι και πατεράδες αγαπιούνται πολύ στα έπη.
Η Οδύσσεια τελειώσει
με την παρέμβαση της Αθηνάς και του Δία που διαμηνύουν στη συνέλευση των Ιθακήσιων και στους οργισμένους συγγενείς των μνηστήρων ότι εγκρίνουν τον τρόπο που
απένειμε τη δικαιοσύνη ο Οδυσσέας.)
Ούτε βρήκε
κατεβαίνοντας στο μεγάλο χωράφι τον γερο - Δόλιο ούτε κάποιον από τους δούλους
ή τους γιους του. Είχαν ίσως φύγει με μπροστάρη το γέρο να μαζέψουν πέτρες για
να φτιάξουν ξερολιθιές στο χτήμα. Τον πατέρα του τον πέτυχε μόνο του στο
φροντισμένο περβόλι, να σκάβει γύρω απ’ τη ρίζα ενός δέντρου. Φορούσε βρόμικο
χιτώνα, ρούχο φτωχικό, και στις γάμπες γκέτες από πετσί βοδιού για ν’ αποφεύγει
τα γδαρσίματα απ’ τα κλαδιά και γάντια με μακριά μανίκια στα χέρια για τα
βάτα∙ και στο κεφάλι του γιδίσιο σκουφί που επέτεινε τη θλίψη του. Κι όπως τον
αναγνώρισε ο αρχοντικός, ο πολύπαθος Οδυσσέας, καταπονημένο απ’ τα γηρατειά και
με πολλή λύπη στην ψυχή του, στάθηκε κάτω από μια ψηλή απιδιά κι έχυνε δάκρυα. Ζύγιαζε
ύστερα με το νου και με την ψυχή του ποιο απ’ τα δύο: αμέσως να σφιχταγκαλιάσει
τον πατέρα, να τον φιλήσει, τα καθέκαστα να του πει, πώς ήρθε κι έφτασε
στη γη της πατρίδας, ή ίσως αφού πρώτα τον υποβάλει σε δοκιμασία με ερωτήσεις για το κάθε τι. Κι όπως ήτανε συλλογισμένος τού φάνηκε καλύτερο κατ’ αρχάς να τον
δοκιμάσει με λόγια πειρακτικά. Μ’ αυτές τις σκέψεις στο μυαλό πλησίασε τον
πατέρα του ο διαλεκτός Οδυσσέας.
Εκείνος με
σκυμμένο το κεφάλι ξεβοτάνιζε γύρω από τη ρίζα ενός δέντρου, και ο λαμπρός γιος πήγε κοντά του και του είπε: «Γέρο, ξέρεις καλά να φροντίζεις το περβόλι, κι
όλα εδώ είναι πολύ περιποιημένα, κι ούτε στο ελάχιστο κάποιο δέντρο στο χωράφι,
συκιά ή ελιά ή απιδιά ή κλήμα, ούτε φυτό στο λαχανόκηπο δεν είναι αφρόντιστο.
Ένα όμως θέλω να σου πω, μόνο μη μου θυμώσεις: αφήνεις απεριποίητο τον ίδιο εσένα, ταλαιπωρείσαι από κακά
γηρατειά, βρόμικος και άλουστος και ντυμένος με φτωχικά κουρέλια.»
(Theodoor van Thulden (1606-1669): Οδυσσέας
και Λαέρτης (1632).)
[Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία ω, στίχοι 223 – 250]