(Οι δώδεκα
δούλες που είχαν σχέσεις με τους μνηστήρες και ο προδότης γιδοβοσκός Μελάνθιος
θανατώνονται. Του τελευταίου, του κόβουν μύτη, αυτιά, τα γεννητικά
όργανα τα πετούν στα σκυλιά, τα χέρια και τα πόδια. Κι όταν ολοκληρώθηκε η
απονομή του δίκαιου, το μεγάλο φονικό, και καθαρίστηκε το σπίτι απ' τις βρομιές, ο Οδυσσέας
απευθύνεται στην Ευρύκλεια για το τελευταίο, τον καθαρμό από το μίασμα.)
(Nicolas-André Monsiau (1754-1837): Ο Οδυσσέας διατάζει τις υπηρέτριες να απομακρύνουν τα πτώματα των μνηστήρων (1791).)
«Φέρε μου
φωτιά, φέρε μου και θειάφι, γερόντισσα, που διώχνει το κακό, το παλάτι να
θειαφίσω. Κι εσύ παράγγειλε στην Πηνελόπη να ’ρθει με τις θεραπαινίδες της. Και δώσε εντολή σ' όλες τις δούλες του σπιτιού να μαζευτούν εδώ.»
Κι η
αγαπημένη παραμάνα, η Ευρύκλεια, συμφώνησε, αλλά και πρόσθεσε: «Ναι, παιδί μου,
σωστά τα είπες αυτά. Μόνο έλα να σου φέρω ρούχα, χλαίνη και χιτώνα, μη στέκεσαι έτσι
με κουρέλια σκεπασμένος στους φαρδιούς ώμους σου στο ίδιο σου το παλάτι, κι ο κόσμος τι θα
λέει.»
Κι ο
πολυμήχανος Οδυσσέας απάντησε στα λόγια της: «Πρώτ’ απ’ όλα, κάνε μου τη χάρη,
πες ν’ ανάψουν τη φωτιά στη μεγάλη αίθουσα.»
Είπε και η
αγαπημένη παραμάνα Ευρύκλεια πειθάρχησε κι αμέσως του 'φερε φωτιά και θειάφι. Και ο
Οδυσσέας θειάφισε καλά την αίθουσα, καλά και το υπόλοιπο σπίτι και την αυλή.
Και η γερόντισσα κίνησε για τα όμορφα εσωτερικά δωμάτια, να μεταφέρει την εντολή, να φωνάξει
στις γυναίκες να μαζευτούν∙ κι αυτές βγήκαν από το παλάτι με δάδες στα χέρια,
περιστοίχισαν και αγκάλιασαν με χαρά τον Οδυσσέα, μ' αγάπη και με διαχυτικότητα
του φίλαγαν το κεφάλι και τους ώμους, και του ’σφιγγαν τα χέρια∙ κι εκείνον, που ένιωθε πόσο συγκινούνταν οι καρδιές τους, γλυκός πόθος τον κυρίεψε για
κλάματα και στεναγμούς.
(Nicolas-André Monsiau (1754-1837): Ο Οδυσσέας διατάζει τις υπηρέτριες να απομακρύνουν τα πτώματα των μνηστήρων (1791).)
[Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία χ, στίχοι 480 – 501]