(Η Πηνελόπη διηγείται το όνειρό της στο ζητιάνο γέρο που αγνοεί ακόμα πως είναι ο άντρας της, ο Οδυσσέας.)
«Μα έλα άκου και το όνειρό μου κι ερμήνευσέ το. Είκοσι χήνες
στο σπίτι μου, βγήκαν απ’ το νερό, και τρώνε σιτάρι κι ευφραίνομαι να τις
κοιτάζω. Και τότε ένας μεγάλος αετός ερχόμενος από το βουνό, αετός με γαμψό
ράμφος, σπάει τους λαιμούς σ’ όλες τους και τις σκοτώνει. Κι αυτές ρίχνονται ένας
σωρός στο ανάκτορο κι εκείνος πετάει ψηλά στον αιθέρα. Κι εγώ πια -μες στο
όνειρό μου- έκλαιγα και σπάραζα και γύρω μου μαζεύονταν οι κόρες των Αχαιών με
τις όμορφες πλεξούδες, καθώς θρηνούσα γοερά που ο αετός μού σκότωσε τις χήνες.
Κι έρχεται πάλι το πουλί και καθίζει στη στέγη του παλατιού και με ανθρώπινη φωνή με σταματάει απ’ το κλάμα και μου λέει: “Βάλε θάρρος στην καρδιά σου, κόρη του
ξακουστού Ικάριου, δεν είν’ όνειρο αυτό που βλέπεις, αλλά όραμα αίσιο που σύντομα θα γίνει πραγματικότητα.
Οι χήνες είναι οι μνηστήρες, κι απ’ την άλλη εγώ, το πουλί, που αετός ήμουνα
προηγουμένως και τώρα είμαι ο άντρας σου που ήρθα για να φέρω σκληρό θάνατο
σ’ όλους τους μνηστήρες.” Έτσι είπε κι
αμέσως ξύπνησα απ’ το γλυκό μου ύπνο κι όπως περιέφερα το βλέμμα στο σπίτι
αντιλήφθηκα τις χήνες να τρώνε σιτάρι γύρω απ' την ταΐστρα τους σαν και πρωτύτερα.»
Και γι’ απάντηση ο πολυμήχανος Οδυσσέας τής είπε: «Καλή μου
γυναίκα, δε γίνεται να ερμηνευτεί αλλιώς το όνειρο παρά με τον τρόπο που κι ο ίδιος ο Οδυσσέας
σ’ το εξήγησε, πως δηλαδή περιμένει όλεθρος όλους τους μνηστήρες, και πως από το
μαύρο θάνατο κανείς τους δε θα γλυτώσει.»
Κι η συνετή Πηνελόπη, από τη μεριά της, του απάντησε: «Ξένε, υπάρχουν
όνειρα ακατανόητα, δυσερμήνευτα, κι ό,τι βλέπουμε οι άνθρωποι στον ύπνο μας δεν
επαληθεύεται πάντοτε. Γιατί είναι δύο οι πύλες για τα όνειρα, που 'ναι φευγαλέα
και αχνά: η μία από κέρατο κι η άλλη από φίλντισι. Κι όσα περάσουν μέσ’ απ’ την
πύλη από καλοδουλεμένο φίλντισι είναι απατηλά και κουβαλούνε λόγια δίχως
νόημα. Μα όσα περάσουν μέσ' απ’ την πόρτα από σκαλιστό κέρατο, ετούτα για το θνητό που θα τα δει βγαίνουν αληθινά. Εμένα, όμως, θαρρώ δεν έρχεται από κειπέρα τ' όνειρό
μου το φοβερό, που τόση χαρά θα ’δινε και σε μένα και στο γιο μου.»
(Domenico di Pace Beccafumi
(1486-1551): Η Πηλεπόπη στα υψηλά δώματά της (1519).)
[Ομήρου Οδύσσεια,
ραψωδία τ, στίχοι 535 – 569]