(Και όταν πια είχε ξεκάνει όλους τους μνηστήρες, (απέμεναν οι δώδεκα άπιστες δούλες και ο προσβλητικός προς τον Οδυσσέα γιδοβοσκός του ανακτόρου, ο Μελάνθιος, που θα έχει και τον ατιμότερο απ’ όλους θάνατο), ο αοιδός Φήμιος θα πέσει στα γόνατα του βασιλιά ζητώντας να τον σπλαχνιστεί, καθώς διατείνεται ότι εξαναγκασμένος βρισκόταν στο παλάτι και διασκέδαζε τους μνηστήρες και ότι δε συγκαταλεγόταν σ’ αυτούς. Στα λόγια του, νομίζω, περιέχεται και η αρχαιότερη σχετική με την έμπνευση ομολογία της καλλιτεχνικής συνείδησης:
Αὐτοδίδακτος δ’ εἰμί, θεὸς δέ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν∙
Γιατί είμαι αυτοδίδακτος εγώ κι είναι από τον θεό έμφυτες στο νου μου οι κάθε λογής ωδές.
Ο Οδυσσέας, ταις πρεσβείαις του ιδίου του Ομήρου βέβαια,
στον Φήμιο, όπως και στον καλό φύλακα του Τηλέμαχου, στον κήρυκα Μέδοντα, μόνο
σ’ αυτούς, θα χαρίσει τη ζωή.)
Και ο γιος του Τέρπιου, ο αοιδός Φήμιος, γλύτωσε το μαύρο
θάνατο, γιατί τραγούδαγε στους μνηστήρες παρά τη θέλησή του. Στεκόταν όρθιος
στο πορτάκι πάνω απ’ τη σκάλα κρατώντας στα χέρια την εύηχη φόρμιγγα∙ και με το
μυαλό του διχογνωμούσε, ή να βγει από το παλάτι και να κάτσει ικέτης στον
καλοχτισμένο βωμό του μεγάλου Δία, του προστάτη της αυλής, όπου ο Λαέρτης και ο
Οδυσσέας πολλά μηριά βοδιών είχανε κάψει, ή στα γόνατα του Οδυσσέα να προσπέσει και
να τον παρακαλέσει. Κι εκείνο του φάνηκε συμφορότερο, τα γόνατα να πιάσει του Οδυσσέα,
του γιου του Λαέρτη. Απόθεσε χάμω τη φόρμιγγά του με το βαθύ κοίλο ηχείο, ανάμεσα
στο μεγάλο πήλινο αγγείο για το ανακάτεμα του κρασιού και στο θρόνο με τα
ασημένια καρφιά, κι ο ίδιος με γοργά βήματα έτρεξε κι έπιασε τα γόνατα του
Οδυσσέα και τον εκλιπαρούσε με λόγια που φτερούγιζαν μέσ' απ' το στόμα του: «Στα γόνατά
σου πέφτω, Οδυσσέα, λυπήσου με και σώσε με. Βάρος κι εσύ θα το ’χεις, αν εμένα
τον αοιδό σκοτώσεις, που τραγουδώ κι ευφραίνω θεούς κι ανθρώπους. Γιατί είμαι
αυτοδίδακτος εγώ κι είναι από τον θεό έμφυτες στο νου μου οι κάθε λογής ωδές.
Ταιριάζει κιόλας κοντά σου να σου τραγουδήσω σαν σε θεό. Γι’ αυτό μη με
σκοτώσεις. Ρώτα τον Τηλέμαχο, τον αγαπημένο σου γιο, να σ’ το επιβεβαιώσει κι εκείνος, δίχως
τη θέλησή μου, χωρίς την ανάγκη κάποιου πράγματος σύχναζα και τραγούδαγα στα
δείπνα των μνηστήρων, όμως ήτανε πολλοί αυτοί κι είχανε τη δύναμη να με κουβαλάνε με
τη βία εδωπέρα.»
(Αοιδός από αγγείο γεωμετρικής εποχής.)
[Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία χ, στίχοι 330 –
353]