(Η Αθηνά υποβάλλει στην Πηνελόπη την ιδέα να δώσει το τόξο και τη φαρέτρα του Οδυσσέα στους μνηστήρες προκηρύσσοντας με αυτό αγώνα τοξοβολίας -το έπαθλο θα ήταν η ίδια εκείνη. Κανείς τους δεν μπορεί να τεντώσει επαρκώς τη χορδή του τόξου και λίγο προτού το δοκιμάσει ως «γερο – ζητιάνος» ο Οδυσσέας φροντίζει, έξω απ’ το παλάτι και την πόρτα της αυλής, προκειμένου να τους προσεταιριστεί, να αποκαλυφθεί στους πιστούς του υπηρέτες, το χοιροβοσκό Εύμαιο και τον αγελαδάρη Φιλοίτιο. Για να τους πείσει, γυμνώνει την ουλή από το δόντι του κάπρου στο πόδι του. Οι τρεις άντρες, συγκινημένοι, κλαίνε και φιλιούνται: στο κεφάλι, στους ώμους και στα χέρια.)
Έλυσε απ’ τη μεγάλη ουλή τα κουρέλια, κι οι δυο τους μόλις την
είδαν κι όλα πια τους φανερώθηκαν καθαρά, έκλαιγαν κι αγκάλιαζαν το συνετό Οδυσσέα
κι ακόμα περισσότερο δείχνοντας την αγάπη τους φιλούσαν το κεφάλι και τους ώμους
του. Αμοιβαία κι εκείνος φιλούσε τα κεφάλια και τα χέρια τους. Και θα τους
έβρισκε η δύση του ήλιου ακόμα να κλαίνε, αν δεν τους σταματούσε και τους έλεγε
ο ίδιος ο Οδυσσέας: «Πάψτε τα κλάματα και τους λυγμούς, μην και μας δει κανένα μάτι απ’ το παλάτι κι ύστερα τρέξει μέσα και μας καρφώσει.»
(Theodoor van Thulden
(1606-1669): Ο Οδυσσέας στον αγώνα τόξου (1632).)
[Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία φ, στίχοι 221 –
229]