
Έλυσε απ’ τη μεγάλη ουλή τα κουρέλια, κι οι δυο τους μόλις την
είδαν κι όλα πια τους φανερώθηκαν καθαρά, έκλαιγαν κι αγκάλιαζαν το συνετό Οδυσσέα
κι ακόμα περισσότερο δείχνοντας την αγάπη τους φιλούσαν το κεφάλι και τους ώμους
του. Αμοιβαία κι εκείνος φιλούσε τα κεφάλια και τα χέρια τους. Και θα τους
έβρισκε η δύση του ήλιου ακόμα να κλαίνε, αν δεν τους σταματούσε και τους έλεγε
ο ίδιος ο Οδυσσέας: «Πάψτε τα κλάματα και τους λυγμούς, μην και μας δει κανένα μάτι απ’ το παλάτι κι ύστερα τρέξει μέσα και μας καρφώσει.»
(Theodoor van Thulden
(1606-1669): Ο Οδυσσέας στον αγώνα τόξου (1632).)
[Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία φ, στίχοι 221 –
229]