(Οι τελευταίοι εννέα στίχοι της Υ.)
Όπως όταν κάποιος ζέψει αρσενικά πλατυμέτωπα βόδια να τρίψουν σε καλοφτιαγμένο αλώνι άσπρο κριθάρι που γρήγορα ψιλοκόβεται κάτω απ’ τα πόδια των βοδιών που μουγκανίζουν δυνατά, ανάλογα και τα μονώνυχα άλογα του γενναίου Αχιλλέα τσαλαπατούσαν αδιακρίτως νεκρούς κι ασπίδες∙ και ο άξονας ολόκληρος από κάτω, αλλά και το κιγκλίδωμα γύρω από το άρμα ραντίζονταν με αίματα όσo οι πιτσιλιές απ’ τις οπλές των αλόγων κι απ’ τα μεταλλικά στεφάνια των τροχών τινάζονταν πάνω τους. Εκείνος, ωστόσο, ο γιος του Πηλέα, ήθελε ν’ αποκομίσει δόξα, αλλά και τ' αήττητα χέρια του λερώνονταν από αίματα ανακατεμένα με ιδρώτα και με χώματα.
[Ομήρου Ιλιάδα,
ραψωδία Y, στίχοι 495 -
503]