
«Ανόητε, μη μου μιλάς εμένα για λύτρα και μη μου βγάζεις λόγους. Μέχρι να συναντήσει, βέβαια, ο Πάτροκλος τη μοιραία μέρα της ζωής του, ίσαμε τότε θεωρούσα καλό ακόμα και το να λυπάμαι τους Τρώες, και πολλούς που τους έπιασα
ζωντανούς, ύστερα τους πούλησα δούλους∙ αλλά τώρα πια δεν υπάρχει κανείς
που θα γλύτωνε το θάνατο -όποιον ο θεός πετάξει στα δικά μου χέρια μπροστά στο
Ίλιο-, κανένας δίχως εξαίρεση ανάμεσα στους Τρώες και ιδιαίτερα κανένας από τους γιους
του Πρίαμου. Αλλ', αγόρι μου, άιντε πέθανε κι εσύ∙ τι μου κλαις και μου
στενάζεις; Εδώ πέθανε κοτζάμ Πάτροκλος, που ήτανε και πολύ καλύτερός σου. Δε
βλέπεις ποιος είμαι ’γώ, τι όμορφος και με τι ανάστημα; Και είμαι από γενναίο
πατέρα κι η μάνα που με γέννησε είναι θεά∙ και παρ’ όλ’ αυτά με περιμένει και
μένα θάνατος και μοίρα σκληρή: θα ’ναι ή αυγή ή δειλινό ή μεσημέρι που κάποιος θα
μου αφαιρέσει τη ζωή, ή με δόρυ χτυπώντας με ή με βέλος απ’ τη χορδή
τόξου.»
[Ομήρου Ιλιάδα, ραψωδία Φ, στίχοι 99 - 103]