(Ο Πρίαμος εκλιπαρεί τον Έκτορα να μαζευτεί κι αυτός μαζί
με τον υπόλοιπο στρατό μέσα στα τείχη της πόλης, προβλέπει συμφορές μετά τον
πιθανό σκοτωμό του απ’ τον Αχιλλέα, ελεεινολογεί τη μοίρα όλης της Τροίας, στο
τέλος και τη δική του.)
«…Και τελευταίο τον ίδιο εμένα θα σύρουν τα σκυλιά που τρώνε
ωμό κρέας ως την εξώθυρα, αφότου κάποιος μού αφαιρέσει τη ζωή απ’ τα μέλη χτυπώντας
με ή με το κοντάρι από κοντά ή με το βέλος από μακριά, τα σκυλιά που έτρεφα στα
μέγαρά μου κι απ’ τα τραπέζια μου για να ’ναι φύλακες στις πόρτες, αυτά αφού μου
πιουν το αίμα ανήσυχα θα κείτονται απλωμένα στο κατώφλι της εισόδου.
Του νεαρού άντρα που ’πεσε στη μάχη χτυπημένος από τον αιχμηρό χαλκό, όλα τού ταιριάζουν όπως κείτεται στη γη, και καθετί πάνω του είναι ωραίο, ό,τι τυχόν αποκαλυφθεί, κι ας είν’ και πεθαμένος. Όταν όμως τα σκυλιά ντροπιάζουν ενός σκοτωμένου γέρου και τα άσπρα μαλλιά, και τα άσπρα γένια, και τα απόκρυφά του, αυτό πια είναι ό,τι πιο αξιολύπητο μπορεί να συμβεί στους ταλαίπωρους θνητούς.»
Του νεαρού άντρα που ’πεσε στη μάχη χτυπημένος από τον αιχμηρό χαλκό, όλα τού ταιριάζουν όπως κείτεται στη γη, και καθετί πάνω του είναι ωραίο, ό,τι τυχόν αποκαλυφθεί, κι ας είν’ και πεθαμένος. Όταν όμως τα σκυλιά ντροπιάζουν ενός σκοτωμένου γέρου και τα άσπρα μαλλιά, και τα άσπρα γένια, και τα απόκρυφά του, αυτό πια είναι ό,τι πιο αξιολύπητο μπορεί να συμβεί στους ταλαίπωρους θνητούς.»
[Ομήρου Ιλιάδα,
ραψωδία Χ, στίχοι 66 - 76]