Τον Τρώα, πάλι, το γιο του Αλάστορα –αυτόν που έπεσε μπροστά στα γόνατά του μήπως και τον λυπηθεί, τον συλλάβει για σκλάβο και τον αφήσει ζωντανό, μήπως δεν τον σκοτώσει από ευσπλαχνία γιατί ήτανε και συνομήλικοι- ο ανόητος, ούτε που καταλάβαινε πως δεν υπήρχε περίπτωση να πειστεί, δεν ήτανε κανένας γλυκός ή πράος άντρας ο Αχιλλέας, το αντίθετο, ένας βάναυσος πολύ. Κι ενώ ο Τρώας -στη χειρονομία της παράκλησης- του άγγιζε με τα χέρια τα γόνατα, ο Αχιλλέας τον χτύπησε με το ξίφος στο συκώτι∙ το συκώτι χύθηκε έξω απ’ το σώμα του, και το μαύρο αίμα γέμισε την πτυχή στο μέρος εκείνο του χιτώνα του. Κι ίσαμε να ξεψυχήσει, το σκοτάδι πρόλαβε και του σκέπασε τα μάτια.
[Ομήρου Ιλιάδα, ραψωδία Y, στίχοι 463 - 473]