(314 – 320) Οι Αχαιοί ωστόσο θρηνούσαν σε ολονυκτία τον Πάτροκλο στενάζοντας γοερά, κι ανάμεσά τους προεξήρχε στο βαρύ θρήνο ο Αχιλλέας, ο γιος του Πηλέα, ακουμπώντας τα αντροκτόνα χέρια του πάνω στα στήθη του συντρόφου, οδυρόμενος με πολλούς στεναγμούς, όπως το λιοντάρι με την όμορφη χαίτη που του άρπαξε κρυφά τους σκύμνους ελαφοκυνηγός στο πυκνό δάσος.
(343 – 355) Ο θεϊκός Αχιλλέας πρόσταξε τους συντρόφους του να
στήσουν μεγάλο τρίποδα στη φωτιά, να λούσουν το γρηγορότερο τον
Πάτροκλο από τα ξεραμένα αίματα και τα χώματα. Κι εκείνοι έστησαν τρίποδο
λέβητα για λουτρό πάνω σε δυνατή φωτιά, τον γέμισαν νερό, παίρνανε ξύλα και τα ρίχνανε από κάτω. Οι φλόγες ζώνανε την κοιλιά του τρίποδα και το νερό
θερμαινόταν. Κι όταν πια μέσα στο χαλκό που λαμπύριζε το νερό ζεστάθηκε, τότε τον έλουσαν και τον άλειψαν με πολύ λάδι και γέμισαν τ’ ανοικτά τραύματά του με
αλοιφή εννέα χρόνων. Τον τοποθέτησαν στη νεκρική κλίνη και τον κάλυψαν με λεπτό
λινό ύφασμα απ’ τα πόδια ως το κεφάλι, κι από πάνω με λευκή χλαίνη. Κι έπειτα
γύρω απ’ το γρήγορο στα πόδια Αχιλλέα οι Μυρμιδόνες σε ολονυκτία θρηνούσαν
τον Πάτροκλο στενάζοντας γοερά.
(«Ο Αχιλλεύς θρηνεί τον Πάτροκλο» Gavin Hamilton (1723 – 1798).)
[Ομήρου Ιλιάδα,
ραψωδία Σ, στίχοι 314 – 320 και 343 – 355]