
Όλοι ετούτοι ύψωσαν μαζί τα μαστίγια προς τα άλογά τους,
χτύπησαν τα ηνία τους και με φωνές τα ενθάρρυναν κατά τρόπο ορμητικό. Κι
εκείνα, γρήγορα στα πόδια, διάνυαν το δρόμο μέσ’ από την πεδιάδα μακριά απ’ τα
καράβια με ταχύτητα, κι η σκόνη που σηκωνόταν κάτω απ’ τα στέρνα τους ήτανε σαν
σύννεφο ή σαν ανεμοστρόβιλος, κι οι χαίτες τους τινάζονταν κατά την πνοή του
ανέμου. Τα άρματα, πάλι, άλλοτε άγγιζαν τη γη που τρέφει τους ζωντανούς, κι
άλλοτε ορμούσαν στον αέρα. Και οι αρματηλάτες τους στέκονταν ορθοί και η καρδιά
τους χτύπαγε γιατί θέλανε σαν τρελοί τη νίκη. Και παρότρυνε ο καθένας με
φωνές το άλογό του, κι εκείνα πέταγαν σηκώνοντας νέφος σκόνης στην πεδιάδα.
[Ομήρου Ιλιάδα,
ραψωδία Ψ, στίχοι 362 - 372]