(Ο Αχιλλέας προκηρύσσει αγώνες με πλούσια έπαθλα στη μνήμη του αγαπημένου συντρόφου. Στα αγωνίσματα: πυγμαχίας, πάλης, δρόμου, κονταρομαχίας, αρματοδρομίας, δισκοβολίας και τοξοβολίας. Οι αγώνες –αγνοώ τυχόν σχετική βιβλιογραφία- φαίνεται να εντάσσονται στις νεκρικές τελετές και έθιμα της εποχής, καθώς σε χωρίο παρακάτω (στίχοι 630 – 642) ο γερο - Νέστορας θυμάται νοσταλγικά τις λαμπρές επιδόσεις του όταν ακόμα είχε δυνάμεις και νιάτα, στους αγώνες που οργάνωσαν οι Επειοί μετά την κηδεία του βασιλιά τους Αμαρυγκέα στο Βουπράσιο.)
Όλοι ετούτοι ύψωσαν μαζί τα μαστίγια προς τα άλογά τους,
χτύπησαν τα ηνία τους και με φωνές τα ενθάρρυναν κατά τρόπο ορμητικό. Κι
εκείνα, γρήγορα στα πόδια, διάνυαν το δρόμο μέσ’ από την πεδιάδα μακριά απ’ τα
καράβια με ταχύτητα, κι η σκόνη που σηκωνόταν κάτω απ’ τα στέρνα τους ήτανε σαν
σύννεφο ή σαν ανεμοστρόβιλος, κι οι χαίτες τους τινάζονταν κατά την πνοή του
ανέμου. Τα άρματα, πάλι, άλλοτε άγγιζαν τη γη που τρέφει τους ζωντανούς, κι
άλλοτε ορμούσαν στον αέρα. Και οι αρματηλάτες τους στέκονταν ορθοί και η καρδιά
τους χτύπαγε γιατί θέλανε σαν τρελοί τη νίκη. Και παρότρυνε ο καθένας με
φωνές το άλογό του, κι εκείνα πέταγαν σηκώνοντας νέφος σκόνης στην πεδιάδα.
[Ομήρου Ιλιάδα,
ραψωδία Ψ, στίχοι 362 - 372]