(Ο Αχιλλέας μόλις έλαβε τα καινούρια του όπλα απ’ τη Θέτιδα κι ενώ τα περιεργάζεται ευχαριστημένος τής λέει:)
«Μάνα, τα όπλα μού τα πρόσφερε ο θεός προφανώς σε ποιότητα που ταιριάζει στα έργα των αθανάτων, και που τεχνίτης θνητός αδύνατον να τη φτάσει.
Και τώρα βέβαια εγώ θα τ’ αρματωθώ, όμως φοβάμαι πάρα πολύ για το γενναίο γιο
του Μενοίτιου μήπως οι μύγες τρυπώσουν στις ανοιχτές πληγές που του προξένησαν
οι χάλκινες λόγχες, μη γεννήσουν σκουλήκια και βλάψουν το κουφάρι που
από μέσα του η ζωή έφυγε πια, μη σαπίσουν οι σάρκες του όλες.»
Αυτά είπε και του εμφύσησε πολύ θάρρος, αλλά κι αμέσως έσταξε στα
ρουθούνια του Πάτροκλου αμβροσία και κόκκινο νέκταρ, προκειμένου να διατηρηθεί το σώμα του αναλλοίωτο.
(David Ligare
(1945-), «Ο Αχιλλέας και το κορμί του
Πάτροκλου», 1986.)
[Ομήρου Ιλιάδα,
ραψωδία τ, στίχοι 21 - 39]