Ο Αχιλλέας τού τρύπησε τους τένοντες στα δυο πόδια πίσω, από τις φτέρνες μέχρι τα σφυρά, πέρασε μέσ’ απ’ τις τρύπες λουριά από πετσί βοδιού, τα έδεσε στο άρμα, κι άφησε το κεφάλι του να σέρνεται χάμω. Κι αφού ανέβηκε στο άρμα, σήκωσε και φόρτωσε επιπλέον τα ξακουστά όπλα, χτύπησε με το μαστίγιο τα άλογά του να καλπάσουν, που και τα δυο τους όχι δίχως τη θέλησή τους πέταξαν. Κι ενώ σερνότανε ο Έκτορας σηκωνόταν σύννεφο σκόνης, τα μαύρα μαλλιά του σκορπούσαν ένα γύρο, και το κεφάλι του, άλλοτε όλο χάρη, τώρα κειτόταν ολόκληρο στα χώματα.
(Από τοιχογραφία στο Αχίλλειο, Κέρκυρα.)
[Ομήρου Ιλιάδα,
ραψωδία Χ, στίχοι 396 - 403]