
Η αφήγηση συνεχίζει στο α' πρόσωπο, μιλάει ο Οδυσσέας.)
(84 – 87)
Και τότε ήρθε η ψυχή της νεκρής μάνας μου, η Αντίκλεια, η
κόρη του γενναιόκαρδου Αυτόλυκου, που την άφησα ζωντανή όταν κινούσα για το
ιερό Ίλιο. Την είδα και δάκρυσα και σφίχτηκε η καρδιά μου, όμως μόλο που πονούσα πολύ δε θα της επέτρεπα να πλησιάσει στο αίμα προτού ακούσω τις πληροφορίες
που ζητούσα από τον Τειρεσία.
(152 – 162)
Έμεινα στη θέση μου, ακίνητος, μέχρι που ήρθε και ήπιε αίμα
μελανό η μάνα μου. Με γνώρισε αμέσως και με δάκρυα και στεναγμούς μού είπε: «Γιε
μου, πώς ήρθες, ένας ζωντανός εσύ, στο σκοτεινό τον Άδη; Είναι δύσκολο στους ζωντανούς
να βλέπουνε τα πράγματα εδώ κάτω. Μεσολαβούν μεγάλα ποτάμια και φοβερά
ρεύματα, και πρώτος ο Ωκεανός, που με κανένα τρόπο δεν μπορεί να τον περάσει ένας πεζός, εκτός κι αν έχει πλοίο με γερό σκαρί. Ή μήπως από την Τροία
έφτασες τώρα ίσαμ' εδώ με το πλοίο και τους συντρόφους
σου περιπλανώμενος για πολύ καιρό; Μη δεν πήγες ακόμα στην Ιθάκη; Μη δεν είδες ακόμα στο αρχοντικό σου τη γυναίκα σου;»
(Χρόνης Μπότσογλου (1941-): Μια προσωπική Νέκυια / Είδωλα
καμόντων (1993-2000).)
[Ομήρου Οδύσσεια,
ραψωδία λ, στίχοι 84 – 87 και 152 – 162]