(Στο δείπνο προς τιμήν του ξένου που παραθέτει ο Αλκίνοος, κι
ενώ οι συνδαιτυμόνες του αγνοούν ακόμα την ταυτότητα του Οδυσσέα, ο Ιθακήσιος
ήρωας ζητάει από τον τυφλό και διακεκριμένο αοιδό των Φαιάκων Δημόκοπο να ψάλει
τα συμβάντα τα σχετικά με το Δούρειο Ίππο. Από την ποιότητα της αφήγησης (τον ειρμό και την εσωτερική συνέπεια στην ανέλιξή της) θα αποφανθεί για το ταλέντο του. Παιγνιώδης ειρωνεία; Ο Οδυσσέας, ένα πρόσωπο του έργου, θα κρίνει την αλήθεια και την αξία του τυφλού αοιδού, σαν να λέμε του ίδιου του Ομήρου;)
Κι αφού χόρτασαν ποτά και φαγητά, τότε πια ο πολυμήχανος
Οδυσσέας γύρισε και είπε στον Δημόκοπο: «Δημόκοπε, εσένα ξεχωριστά απ’ όλους τους
ανθρώπους επαινώ, εσένα που η Μούσα, η κόρη του Δία, και ο Απόλλωνας σου δίδαξαν την τέχνη σου.
Γιατί τραγουδάς με πολύ σωστό τρόπο τις συμφορές των Αχαιών, όσα κάνανε και
πάθανε και όσα υπέφεραν, σαν να ήσουνα ο ίδιος παρών ή να τα άκουσες από άλλον που βρέθηκε στην Τροία.
Εμπρός, λοιπόν, πήγαινε παρακάτω και τραγούδησέ μας το τέχνασμα του αλόγου που
φτιάξανε από ξύλινα δοκάρια ο Επειός με την Αθηνά και που το ’φερε ο διαλεκτός Οδυσσέας
παγίδα στην ακρόπολη, γεμάτο άντρες που κυρίεψαν το Ίλιο. Αν αυτά μάς τα
διηγηθείς με το σωστό τρόπο, τότε σ’ όλους τους ανθρώπους θα το πω πως εύνοια θεού σού χάρισε τη δυνατότητα να τραγουδάς με έμπνευση.»
(Γιάννης Δημητράκης (1958-), Δούρειος Ίππος.)
[Ομήρου Οδύσσεια,
ραψωδία θ, στίχοι 485 – 497]