(Ο Οδυσσέας -μεταμορφωμένος από την Αθηνά σε ζητιάνο γέρο,
για να μην πληροφορηθούν την άφιξή του στο νησί οι μνηστήρες- ζητάει να μάθει
από το χοιροβοσκό του, στον οποίο δεν έχει συστηθεί, πώς εκείνος βρέθηκε στην
Ιθάκη. Η απάντηση του Εύμαιου έχει τη χάρη εγκιβωτισμένης αυτοτελούς διήγησης.)
«Υπάρχει ένα νησί, Συρία το λένε, αν το ’χεις ακουστά, ψηλά
πάνω από την Ορτυγία, εκεί όπου γυρνάει ο ήλιος, όχι ιδιαίτερα πολυάνθρωπο,
όμως εύφορο, τρέφει βόδια και πρόβατα, παράγει κρασί και σιτηρά. Πείνα δεν
έπεσε ποτέ στον πληθυσμό του, μήτε καμιά άλλη τρομερή αρρώστια που βασανίζει
τους άμοιρους θνητούς. Και μόνο σαν γεράσουν οι άνθρωποι σ’ εκείνον τον τόπο, πάει
ο Απόλλωνας με το ασημένιο τόξο, μαζί του και η Άρτεμη, τους σημαδεύουν με τα
βέλη τους, τους δίνουν τον ήσυχο θάνατο. Δυο πόλεις υπάρχουν εκειπέρα, κι όλα
είναι στα δυο μοιρασμένα, αλλά και στις δυο βασίλευε ο δικός μου ο πατέρας, ο
Κτήσιος, ο γιος του Ορμένου, ίδιος στην όψη με τους αθάνατους. Τότε, λοιπόν,
μας ήρθανε Φοίνικες ξακουστοί στα πέλαγα πανούργοι κερδοσκόποι, με το μαύρο
πισσωμένο καράβι τους γεμάτο χιλιάδες παιχνίδια. Κι είχε στο σπίτι του ο
πατέρας μου γυναίκα Φοίνισσα, που ήτανε όμορφη και μεγαλόσωμη κι επιτήδεια
τεχνίτρα. Κι αυτήνε την ξεμυάλισαν οι παμπόνηροι Φοίνικες. Ενώ έπλενε κοντά στο
πλοίο, πρώτον, κάποιος απ’ αυτούς την πήρε σ’ ερωτικό κρεβάτι, πράγμα που
πλανεύει το μυαλό γυναίκας ακόμα και συνετής, κι ύστερα, τη ρώτησε πώς τη λέγανε και ποια ήτανε η πατρίδα της, κι εκείνη δίχως περιστροφές τού αποκάλυψε την υψηλή
καταγωγή, το πατρικό της σπίτι. «Καυχιέμαι πως κατάγομαι απ’ τη Σιδώνα με τον
πολύ χαλκό, και είμαι κόρη του Αρύβαντα που είχε πολύ μεγάλα πλούτη. Όμως μ’ αρπάξανε
Τάφιοι πειρατές καθώς γύρναγα από το χωράφι και μ’ έφεραν εδώ στο σπίτι αυτού
του ανθρώπου, που τους έδωσε καλή τιμή για μένα.»
Και της είπε ο άντρας που είχε πλαγιάσει κρυφά μαζί της:
«Γιατί δεν μας ακολουθείς πίσω στην πατρίδα, το ψηλοτάβανο αρχοντικό σας να
δεις, τον ίδιο τον πατέρα και τη μάνα σου; Γιατί ζουν ακόμα και συζητιέται πως είναι
πολύ πλούσιοι.»
Και η γυναίκα τού απάντησε: «Θα γίνει κι αυτό, αν θέλετε να μου
ορκιστείτε ότι πίσω στην πατρίδα με ασφάλεια θα με οδηγήσετε.» Είπε, κι
όλοι ορκίζονταν όπως τους το ζήτησε. Κι αφού έκαμαν κι ολοκλήρωσαν τον όρκο,
πάλι μίλησε η γυναίκα και συμπλήρωσε: «Σιωπάτε τώρα. Και κανείς απ’ τους
συντρόφους σας να μη μου απευθύνει λόγο αν τυχόν με συναντήσει σε δρόμο ή πουθενά σε
βρύση, μην έρθει κάποιος στο σπίτι και καρφώσει στο γέρο τίποτε, κι αυτός μάς
ψυλλιαστεί, δέσει εμένα με βαριές αλυσίδες, και βάλει με το νου του να εξοντώσει
εσάς. Μόνο κρατήστε μυστική την κουβέντα, και βιαστείτε να δώσετε και να πάρετε
ανταλλάγματα για τα εμπορεύματα. Κι όταν πια το πλοίο σας θα ’ναι γεμάτο από
πραμάτειες, έπειτα γρήγορα να μου στείλετε το μήνυμα στο σπίτι. Θα κουβαλήσω
και χρυσάφι, όσο πέσει στα χέρια μου. Κι άλλον ακόμα ναύλο θα ’θελα να σας δώσω,
γιατί το παιδί του άρχοντα ανατρέφω στο μέγαρό του, που είναι πολύ ξύπνιο και
τρέχει πίσω μου κάθε που βγαίνω απ’ το σπίτι. Θα σας το φέρω στο καράβι, και θα
βγάλετε πολύ μεγάλο κέρδος πουλώντας το σ’ όποιο λιμάνι ξενόγλωσσων ανθρώπων
αράξετε.»
Η γυναίκα σαν είπε αυτά πήρε το δρόμο για το όμορφο παλάτι,
κι εκείνοι για έναν ολόκληρο χρόνο μείνανε στον τόπο μας και φορτώσανε πολύ
βιος στο κοίλο καράβι. Κι όταν πια γέμισαν για τα καλά το ευρύχωρο αμπάρι του
πλοίου, κι ετοιμάζονταν να φύγουν, έστειλαν μαντατοφόρο να ανακοινώσει την αναχώρησή τους στη
γυναίκα. Κι ένας άντρας πολύ καπάτσος έφτασε τότε στο πατρικό μας, κρατώντας ένα χρυσό
περιδέραιο, μια αρμαθιά από κεχριμπάρια. Οι δούλες του σπιτιού κι η σεβαστή μου
μάνα το έψαυαν με τα χέρια και το περιεργάζονταν με τα μάτια και παζάρευαν την τιμή
του. Ο άντρας έγνεψε στη Φοίνισσα σιωπηλά κι αφού συνεννοήθηκε μαζί της με
νεύματα πήρε το δρόμο πίσω για το βαθύ καράβι. Κι εκείνη μού άρπαξε το χέρι και
βγήκαμε έξω απ’ το παλάτι. Και βρήκε στο προστώο του μεγάρου ποτήρια σε
τραπέζια που ήτανε στρωμένα για τους συνδαιτυμόνες που απασχολούσε ο
πατέρας μου∙ είχανε πάει να μιλήσουν στη συνέλευση της γερουσίας. Άρπαξε
γρήγορα τρία χρυσά ποτήρια και τα 'χωσε στον κόρφο της, από κοντά της κι εγώ, ο
ανόητος, την ακολουθούσα.
Κι έδυσε ο ήλιος και σκοτείνιασαν όλοι οι δρόμοι κι εμείς
ήρθαμε τρέχοντας στο ονομαστό λιμάνι, εκεί όπου βρισκόταν το γοργοτάξιδο καράβι
των Φοινίκων. Ανεβήκανε μαζί μας κι αυτοί στο πλοίο, κι ύστερα αρμενίζανε στους
θαλάσσιους δρόμους με πρίμο αέρα σταλμένο απ’ τον Δία. Για έξι μέρες αδιάλειπτα
πλέαμε, νύχτα μέρα, όταν όμως ο γιος του Κρόνου, ο Δίας, θα ξημέρωνε την έβδομη,
η Άρτεμη με το τόξο της θα ’ριχνε βέλος και θα σκότωνε τη γυναίκα, που σαν το
γλάρο έπεσε και βρόντηξε με βαρύ κρότο κάτω στα βρόμικα νερά του αμπαριού. Την πέταξαν έξω απ’ το πλοίο, τροφή για τα ψάρια και τις φώκιες, κι έμεινα μονάχος μου κι απαρηγόρητος. Ύστερα τους έριξε στην Ιθάκη ο αέρας και η θάλασσα, όπου ο Λαέρτης μ’ αγόρασε πληρώνοντας
από τα πλούτη του.
Έτσι, που λες, είδα κι εγώ με τα μάτια μου ετούτον εδώ τον
τόπο.
(Εμπορικό φοινικικό πλοίο, ανάγλυφο. Από ανασκαφές στη
Σιδώνα.)
[Ομήρου Οδύσσεια,
ραψωδία ο, στίχοι 403 – 484]