(Κι απ’ την Αιαία, το νησί της Κίρκης, και με τις δικές της συμβουλές να συμφωνούν με τις μαντείες του Τειρεσία, ξεκινούν ο Οδυσσέας και οι άντρες του για τα επόμενα πελάγη της δύσκολης τύχης τους.
Η αφήγηση συνεχίζει στο α' πρόσωπο.)
Κι ωστόσο το πλοίο μας με το γερό σκαρί έφτασε γρήγορα στο
νησί των Σειρήνων, καθώς μας έσπρωχνε άνεμος ούριος κι επωφελής για το καράβι μας.
Αμέσως έπειτα έπεσε, επικρατούσε γαλήνη και νηνεμία, λες και τα κύματα τα κοίμισε
κάποιος θεός. Κι οι σύντροφοι σηκωθήκαν, μαζέψαν τα πανιά του πλοίου, τ' αποθέσανε
στο κύτος του, καθίσανε στις θέσεις τους κι ασπρίζανε τη θάλασσα χτυπώντας την
με τα λεία κουπιά τους. Τότε πήρα μια μεγάλη στρογγυλή κερόπιτα, με κοφτερό
μαχαίρι την έκοψα σε μικρά κομμάτια, τη ζύμωσα με στιβαρά χέρια, το
κερί έλιωνε γρήγορα όπως το συμπίεζα με δύναμη αλλά κι από τις ζεστές ακτίνες
του βασιλιά Ήλιου ψηλά απ’ τον ουρανό, και με το μαλακό κερί βούλωσα τ’ αυτιά του
ενός μετά τον άλλον όλων των συντρόφων μου. Ύστερα εκείνοι με δέσανε όρθιο, στα χέρια και στα πόδια, στο κατάρτι, και γύρω απ’ αυτό πρόσδεσαν στερεά τις άκρες των
σχοινιών που περισσεύανε. Οι ίδιοι ξανακάθισαν κι άσπριζε πάλι η θάλασσα απ’ τα
χτυπήματα των κουπιών τους. Κι όταν κωπηλατώντας με γρηγοράδα απείχαμε πια απόσταση
όση να γίνεται ακουστή η φωνή, δε γινόταν να μη δουν οι Σειρήνες το ταχύπλοο καράβι μας καθώς τις
πλησιάζαμε, κι αρχίσανε το γλυκό τραγούδι τους, «Έλα, παινεμένε
Οδυσσέα, μεγάλη δόξα των Αχαιών, κάνε το πλοίο σου να σταθεί, ν’ ακούσεις τη
φωνή μας. Γιατί κανένας ίσαμε τώρα δεν πέρασε από δω με μαύρο πισσωμένο πλοίο δίχως
ν’ ακούσει τη μελωδική φωνή απ’ τα στόματά μας, μα σαν χαρεί και μάθει ακόμα περισσότερα
τότε μόνο φεύγει, γιατί ξέρουμε τα πάντα εμείς, όσα υπέφεραν μες στην ευρύχωρη Τροία οι Αργείοι και οι Τρώες κατά πως το θέλησαν οι θεοί, και ξέρουμε όσα
γίνονται πάνω στη γη που σφύζει από ζωή.»
Τέτοια έλεγαν τραγουδώντας με γλυκιά φωνή, κι εμένα η καρδιά
μου ήθελε να τις ακούσει, και πρόσταζα τους συντρόφους να με λύσουν κουνώντας
το κεφάλι και κάνοντας νεύματα με τα φρύδια, όμως εκείνοι πέφταν με τα μούτρα
στα κουπιά. Κι αμέσως σηκωθήκανε ο Περιμήδης με τον Ευρύλοχο και με
περισσότερα σχοινιά με δέσαν πιο σφιχτά. Κι αφού τις προσπεράσαμε, κι έπειτα
πια δεν ακούγαμε τη φωνή τους μήτε το τραγούδι τους, γρήγορα βγάλανε το
κερί από τ’ αυτιά που μ’ αυτό τούς τα ’χα βουλώσει, κι εμένα οι αγαπημένοι
σύντροφοι με λύσανε απ’ τα σχοινιά.
(Πάνω: Οδυσσέας και Σειρήνες, στάμνος, περίπου 480-470 π.Χ.,
Βρετανικό Μουσείο.
Κάτω: John William Waterhouse
(1849-1917), Ο Οδυσσέας και οι Σειρήνες (1891).)
[Ομήρου Οδύσσεια,
ραψωδία μ, στίχοι 166 – 200]