(Ο Οδυσσέας αφηγείται τις περιπέτειες και τα βάσανά του στον
Αλκίνοο, -στο έπος έχει εγκατασταθεί η αφήγηση στο α’ πρόσωπο. Από την Τροία στους
Κίκονες, από κει στους Λωτοφάγους, στους Κύκλωπες έπειτα και τη σπηλιά του
Πολύφημου, στη συνέχεια στην Αιολίη / -α, το νησί του Αιόλου με τους έξι γιους και τις
έξι κόρες, που τους πάντρεψε μεταξύ τους, για να τους έχει όλους να τρώνε
μαζί του, διορισμένος από τον Δία ταμίας / φύλακας των ανέμων, και που χαρίζει στον
Οδυσσέα τον ασκό με φυλακισμένους εντός του τους αντίξοους ανέμους μέχρι να
φτάσει στον προορισμό του, στη θέα της Ιθάκης όμως εκείνος κατάκοπος
αποκοιμιέται, οι άντρες του στο πλοίο συνωμοτούν, ανοίγουν τον
ασκό, ξεσπάει θύελλα και άιντε πάλι πίσω, ύστερα στην Τηλέτυπο, τη γη των
Λαιστρυγόνων, ανθρωποφάγοι και αυτοί όπως και οι Κύκλωπες, για να καταλήξει στο
νησί της μάγισσας Κίρκης, με το ωραίο ανάκτορο, τους εξημερωμένους λύκους και τα
λιοντάρια να τριγυρίζουν ήσυχα στις αυλές του. Την πρώτη αποστολή από άντρες
του Οδυσσέα η Κίρκη τούς μεταμορφώνει σε γουρούνια, τον ίδιον όμως έπειτα,
δασκαλεμένο και εφοδιασμένο με μαντζούνι – αντίδοτο για τα μαγικά της βότανα και
κατάλληλες οδηγίες από τον Ερμή, όχι μόνο δε θα τα καταφέρει να του κάνει τα
ίδια, αλλά και μετά από σοβαρό όρκο θα αφεθεί στον έρωτά του. Κάνουν σεξ στο
κρεβάτι της, ύστερα οι υπηρέτριές της αναλαμβάνουν να τον λούσουν –ναι, μ’ αυτή
τη σειρά-, ετοιμάζουν και το δείπνο. Όμως όρεξη και για φαγητό ο ήρωας δεν έχει.)
Και σαν με είδε η Κίρκη καθισμένο καν να μην απλώνω το χέρι
στο φαΐ, να με βαστάει βαριά στενοχώρια, έρχεται κοντά μου και μου πετάει την
κουβέντα: «Τι ’ναι, Οδυσσέα μου, τι κάθεσαι αμίλητος και τρως τα σωθικά σου και
δεν αγγίζεις μήτε φαγητό μήτε ποτό; Υποψιάζεσαι κάποιο άλλο μαγικό μου κόλπο;
Δεν πρέπει να φοβάσαι, γιατί ήδη σου έκαμα φοβερό όρκο.»
Είπε, κι εγώ με τη σειρά μου της απάντησα: «Κίρκη, ποιος
άντρας θα ’ταν άξιος να τον τιμούν αν έστω δοκίμαζε στο στόμα του φαΐ ή ποτό
προτού δει με τα μάτια του τους συντρόφους του λευτερωμένους; Αν, λοιπόν, με
καλή προαίρεση μου ζητάς να πιω και να φάω, λύσ’ τους, να τους δω πρώτα ελεύθερους τους πιστούς συντρόφους μου.»
Της είπα, και η Κίρκη βγήκε απ’ τη μεγάλη αίθουσα και το
ανάκτορο κρατώντας στο χέρι το ραβδί της, άνοιξε την πόρτα του χοιροστάσιου και
τους άφησε να βγουν έξω, γουρούνια που είχαν την όψη εννιάχρονων ακμαίων ζώων. Στάθηκαν απέναντί της
κι εκείνη περνώντας ανάμεσά τους άλειφε τον καθένα αυτή τη φορά με άλλο
μαγικό βοτάνι∙ κι απ’ τα κορμιά τους μαδούσαν οι τρίχες που είχανε φυτρώσει
από το προηγούμενο ολέθριο βοτάνι της∙ και ξανάγιναν άντρες και σαν να
φαίνονταν πιο νέοι απ’ όσο ήτανε πρωτύτερα και πολύ πιο όμορφοι και εύρωστοι. Μ’
αναγνώρισαν και μου ’σφιγγε τα χέρια ο καθένας τους, κι όλους μάς κατέλαβε η
επιθυμία να κλαίμε, και παντού στο παλάτι αντηχούσαν -φρικτά να τ’ ακούς- κλάματα.
(Ο Οδυσσέας απειλεί την Κίρκη, κρατήρας 440 π.Χ.)
[Ομήρου Οδύσσεια,
ραψωδία κ, στίχοι 375 – 399]