
Και σαν με είδε η Κίρκη καθισμένο καν να μην απλώνω το χέρι
στο φαΐ, να με βαστάει βαριά στενοχώρια, έρχεται κοντά μου και μου πετάει την
κουβέντα: «Τι ’ναι, Οδυσσέα μου, τι κάθεσαι αμίλητος και τρως τα σωθικά σου και
δεν αγγίζεις μήτε φαγητό μήτε ποτό; Υποψιάζεσαι κάποιο άλλο μαγικό μου κόλπο;
Δεν πρέπει να φοβάσαι, γιατί ήδη σου έκαμα φοβερό όρκο.»
Είπε, κι εγώ με τη σειρά μου της απάντησα: «Κίρκη, ποιος
άντρας θα ’ταν άξιος να τον τιμούν αν έστω δοκίμαζε στο στόμα του φαΐ ή ποτό
προτού δει με τα μάτια του τους συντρόφους του λευτερωμένους; Αν, λοιπόν, με
καλή προαίρεση μου ζητάς να πιω και να φάω, λύσ’ τους, να τους δω πρώτα ελεύθερους τους πιστούς συντρόφους μου.»
Της είπα, και η Κίρκη βγήκε απ’ τη μεγάλη αίθουσα και το
ανάκτορο κρατώντας στο χέρι το ραβδί της, άνοιξε την πόρτα του χοιροστάσιου και
τους άφησε να βγουν έξω, γουρούνια που είχαν την όψη εννιάχρονων ακμαίων ζώων. Στάθηκαν απέναντί της
κι εκείνη περνώντας ανάμεσά τους άλειφε τον καθένα αυτή τη φορά με άλλο
μαγικό βοτάνι∙ κι απ’ τα κορμιά τους μαδούσαν οι τρίχες που είχανε φυτρώσει
από το προηγούμενο ολέθριο βοτάνι της∙ και ξανάγιναν άντρες και σαν να
φαίνονταν πιο νέοι απ’ όσο ήτανε πρωτύτερα και πολύ πιο όμορφοι και εύρωστοι. Μ’
αναγνώρισαν και μου ’σφιγγε τα χέρια ο καθένας τους, κι όλους μάς κατέλαβε η
επιθυμία να κλαίμε, και παντού στο παλάτι αντηχούσαν -φρικτά να τ’ ακούς- κλάματα.
(Ο Οδυσσέας απειλεί την Κίρκη, κρατήρας 440 π.Χ.)
[Ομήρου Οδύσσεια,
ραψωδία κ, στίχοι 375 – 399]