(Ο Οδυσσέας πλησιάζει στην πόλη των Φαιάκων και ψάχνοντας κατά πού πέφτει το παλάτι του Αλκίνοου, του πατέρα της Ναυσικάς, συναπαντά τη θεά Αθηνά, παρθενικῇ ἐικυῖα νεήνιδι κάλπιν ἐχούσῃ / με τη μορφή παρθένου κοριτσιού που σηκώνει μια στάμνα (Οδ. Η. 20), τη ρωτάει, κι εκείνη προθυμοποιείται να τον οδηγήσει ίσαμε κει.)
Κι ο Οδυσσέας πήρε στο κατόπι τη θεά. Κι όπως ερχόταν προς
την πόλη και κυκλοφορούσε ανάμεσα στους ονομαστούς για τα πλοία τους Φαίακες,
εκείνοι δεν τον αντιλαμβάνονταν, καθώς δεν το επέτρεπε η Αθηνά με τα όμορφα
μαλλιά, η φοβερή θεά, που τον τύλιγε με θεϊκή αχλή για το καλό του. Και ο
Οδυσσέας θαύμαζε το λιμάνι και τα συμμετρικά πλοία, τις αγορές όπου
συναθροίζονταν οι προύχοντες και τα ψηλά και πλατιά τείχη τα συναρμοσμένα με
πασσάλους –θαύμα να τα βλέπεις. Και σαν φτάσανε στο περίφημο παλάτι, αυτά τα
λόγια τού είπε η θεά με τα λαμπερά μάτια, η Αθηνά, που όμως διατηρούσε τη μορφή
κοριτσιού: «Να το το αρχοντικό, ξένε πατερούλη, αυτό που μου ζήτησες να σου
δείξω. Και θα δεις τους σεβαστούς άρχοντες να κάθονται συνδαιτυμόνες στο
τραπέζι, και μη φοβηθείς να μπεις μέσα∙ γιατί το θάρρος στον άνθρωπο είναι ο
καλύτερος σύμβουλος στις δουλειές του, ακόμα κι αν έρχεται από ξένο τόπο.
(…)»
(Francesco Hayez
(1791-1882): Ο Οδυσσέας στο παλάτι του Αλκίνοου.)
[Ομήρου Οδύσσεια,
ραψωδία η, στίχοι 39 - 52]