(Μιλάει στο γέρο ζητιάνο – Οδυσσέα, δίχως να τον αναγνωρίζει βέβαια, ο πιστός χοιροβοσκός του Εύμαιος.)
«Γέρο, κανένας από τους περιφερόμενους ζητιάνους που μας
έρχονται δε φέρνει πια πληροφορία για τον Οδυσσέα πιστευτή από τη γυναίκα του
είτε απ’ τον αγαπημένο γιο του, αλλά είναι μόνο λογής περιπλανώμενοι που αραδιάζουν
ψέματα και, καθώς ψωμοζήτουλες, δε θέλουνε να πούνε την αλήθεια. Όμως κάθε
τέτοιος διακονιάρης που φτάνει στην πόλη της Ιθάκης, πηγαίνει στην αφεντικίνα μου,
λόγια απατηλά τής λέει, κι εκείνη τον δέχεται καλά, με αγάπη, ρωτάει να
μάθει το καθετί για τον Οδυσσέα, οδύρεται και δάκρυα τρέχουν απ’ τα βλέφαρά της,
όπως αρμόζει στη γυναίκα που ο άντρας της χάθηκε στα ξένα. Γέρο, κι εσύ θα σκάρωνες μια ψεύτικη ιστορία στο άψε - σβήσε, αν κάποιος σού ’δινε ρούχα, χιτώνα και
χλαίνη. Μα του Οδυσσέα, τα σκυλιά και τ' ανυπόμονα όρνια ήδη θα του ’συραν και θα
του κατασπάραξαν το δέρμα και τις σάρκες απ’ τα κόκκαλα, και η ψυχή του θα 'χει βγει. Ή
ίσως στη θάλασσα τον φάγανε τα ψάρια, και τα οστά του θα 'χουνε θαφτεί σε
κάποιο ακρογιάλι κάτω από πολλή άμμο. (…)»
(Thomas Seddon
(1821-1856), Πηνελόπη.)
[Ομήρου Οδύσσεια,
ραψωδία ν, στίχοι 122 – 136]