(Ο Οδυσσέας, μεταμορφωμένος από την Αθηνά σε γέρο ζητιάνο, συντρώει με τον Εύμαιο και τους υπόλοιπους χοιροβοσκούς, στο τέλος και λίγο πριν πλαγιάσουν για ύπνο, γιατί κρυώνει κι ευελπιστεί κάποιος απ’ αυτούς να του δώσει χλαίνη να σκεπαστεί, αφηγείται το επεισόδιο από την Τροία, τάχα ως ένας σύντροφος του Οδυσσέα, όπως άλλωστε τους έχει συστηθεί.)
Μακάρι έτσι στα καλά μου να ’μουνα, να ’χα του κορμιού μου
τη ευρωστία, σαν όταν κάτω από την Τροία παρατασσόμαστε κι ετοιμάζαμε
ενέδρα. Ήταν επικεφαλής ο Οδυσσέας και ο γιος του Ατρέα, ο Μενέλαος. Εκείνοι
βέβαια έδιναν τα παραγγέλματα, όμως πήραν κι εμένα μαζί τους, στην ιεραρχία τρίτο. Κι όταν
φτάσαμε πια στη χώρα και στα ψηλά τείχη, στους πυκνούς θάμνους γύρω από την
πόλη, στα καλάμια και στο βάλτο, κουλουριαστήκαμε για να κοιμηθούμε κάτω από τις
ασπίδες μας. Όμως η νύχτα, καθώς πήρε βοριάς, πλάκωσε δύσκολη και παγερή. Έπεφτε
πάνω μας ψυχρό σαν πάχνη χιόνι, και κρουστάλλιαζαν ολόγυρα οι ασπίδες μας. Κι
ενώ όλοι οι άλλοι είχανε και τις χλαίνες τους εκτός από τους χιτώνες τους, και
κοιμόντουσαν ήσυχοι με σκεπασμένους τους ώμους απ’ τις ασπίδες, εγώ, από απρονοησία μου, ερχόμενος,
τη δική μου τη χλαίνη την είχα παρατήσει στους συντρόφους μου,
γιατί δεν έλεγα πως θα ξεπάγιαζα τόσο, αλλά ετούτους τούς είχα πάρει στο κατόπι με την ασπίδα και
μόνο με τον άσπρο μου χιτώνα. Μα όταν πια ήμαστε στην τρίτη σκοπιά της νύχτας,
τότε που γέρνουν τ’ άστρα, λέω του Οδυσσέα που κοιμότανε δίπλα μου, αφού τον
σκούντηξα με τον αγκώνα -αλλά κι εκείνος μ’ άκουσε με τη μία: «Θεϊκέ γιε του
Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα, δε θα τη βγάλω καθαρή απόψε, το κρύο με πεθαίνει. Δεν
έφερα μαζί μου τη χλαίνη∙ κανένας θεός θα με παράσυρε να μείνω με το χιτώνα μόνο,
και τώρα πώς θα γλυτώσω τον ψόφο;» Του είπα, και τι πράγμα σκαρφίστηκε αμέσως, έτσι
που μόνο εκείνος ήξερε και να βάζει το μυαλό του να δουλεύει, όσο καλά και
να πολεμάει στη μάχη∙ με σιγανή φωνή μιλώντας μου μού λέει: «Σώπα τώρα, μη σ’
ακούσει κανένας άλλος εδωπέρα.» Έπειτα ακούμπησε το κεφάλι στο χέρι με λυγισμένο τον
αγκώνα και είπε: «Ακούστε, φίλοι. Είδα όνειρο στον ύπνο μου θεόσταλτο. Γιατί απομακρυνθήκαμε πολύ από τα πλοία, κάποιος να πάει να πει στο γιο
του Ατρέα, τον Αγαμέμνονα, τον αρχηγό του στρατού, να στείλει περισσότερους άντρες
να ’ρθουν κατά δω.» Δεν πρόλαβε να το πει κι αμέσως σηκώθηκε ο Θόας, ο γιος
του Ανδραίμονα, πέταξε από πάνω του την κόκκινη χλαίνη του κι άρχισε να τρέχει προς
τα καράβια. Παίρνω τότε κι εγώ το ρούχο εκείνου, το τυλίγομαι με χαρά και πέφτω
να πλαγιάσω. Πέρα στο χρυσό της θρόνο έφεγγε εντωμεταξύ η αυγή.
[Ομήρου Οδύσσεια,
ραψωδία ξ, στίχοι 468 – 502]