Ο κύριος Εμμανουήλ
Τα έργα θέλουν χρόνο για να ωριμάσουν μέσα μας, να κατανοήσουμε τι περίπου σκαρώσαμε. Πρότεινα στον Σταμάτη τον Ροΐδη, το μονόλογο δηλαδή κάποιου μονομανούς με τον Ροΐδη, νομίζω γιατί με συνάρπαζε η ιδέα να ήμασταν παρέα οι τρεις : ο Ροΐδης, ο Σταμάτης κι εγώ. …Κι εκεί που νόμιζα θα τον κάναμε χάζι κι οι τρεις μας, θα μας διευκόλυνε απλώς, πρόκυψε ο ουσιαστικός τέταρτος, το ίδιο το έργο : ο μονομανής, ο μοναχικός, ο (με πλήρη επίγνωση) ετερόφωτος, ο …κύριος Εμμανουήλ.
Έκτοτε πολύ συχνά μιλάμε οι δυο μας στο τηλέφωνο ή όταν ανεβαίνω στην Αθήνα, συναντιόμαστε για καφέ.
Το πρώτο που παρατήρησα, ο άνθρωπος δεν είναι φιλόλογος. Του λες, φέρ’ ειπείν, –Άνοιξε το δρόμο στη γενιά του ’80, -Το συζητάς;, σου απαντάει, Ποια θα ήταν η γενιά του ’80 χωρίς τον Ροΐδη…, και ψάχνει ν’ αλλάξει θέμα, ενώ δεν είσαι καν σίγουρος αν θυμάται για ποια γενιά και ποιο ’80 τού μιλάς.
Όταν διαβάζει εφημερίδα, εντοπίζει με χάρη την αντίστιξη ανάμεσα στο τώρα και κάποιο σχόλιο του Ασμοδαίου. Το ίδιο και με τα talk-shows, ιδίως όταν συνωστίζονται στα τηλεοπτικά παράθυρα κάτι πανεπιστημιακοί ή κάτι δημοσιογράφοι ή περισσότεροι του ενός ιερωμένοι. Κάποτε και αργά μετά τα μεσάνυχτα, τηλεφωνεί ξεκαρδισμένος, με ξυπνάει. Σηκώνομαι από τον καναπέ, κλείνω την τηλεόραση, σκουντουφλάω για το κρεβάτι.
Ο ιστορικός ή ο φιλόλογος επιβιβάζονται στις αμαξοστοιχίες τους, ερευνούν τους μικρούς ή μεγάλους σταθμούς των αναδρομών τους, ο καλός μας ο φίλος διάνοιξε τη δική του σήραγγα στο χρόνο, άκρως προσωπική, με ένα μόνο σταθμό και προορισμό : τον Ροΐδη.
Λέει θέλει μέσω του δικτυακού τόπου να φτιάξει κάτι σαν φαν-κλαμπ για τον Ροΐδη. Μέγα ψέμα. Ό,τι ζει, το ζει μόνος. Δανείζεται το λόγο, τη λάμψη, τη γοητεία ενός άλλου. Το δάνειο γίνεται με συνειδητή επιλογή έρεισμα, και στο τέλος, με αυτογνωσία και αυτοσαρκασμό, παρηγορητική παραπληρωματική ύπαρξη.
Περνάει ο καιρός κι όλο και αναγνωρίζω λιγότερο ή περισσότερο κυρίους Εμμανουήλ γύρω μου. Όταν μάλιστα έχουν τη συγκίνηση και την ευγένεια του Εμμανουήλ, παρατηρώ κι εκπλήσσομαι ότι μου επιστρέφουν, και άγνωστοι ακόμα, βλέμμα οικειότητας.
Δεν ξέρω αν έφτιαξα ή θα φτιάξω εντελέστερο χαρακτήρα απ’ τον κύριο Εμμανουήλ. Είμαι σίγουρος δεν έκανα παρέα καλύτερη με κανέναν άλλο...
Αντώνης Νικολής, 2 Δεκεμβρίου 2003.
(Από το πρόγραμμα της παράστασης.)
Τα έργα θέλουν χρόνο για να ωριμάσουν μέσα μας, να κατανοήσουμε τι περίπου σκαρώσαμε. Πρότεινα στον Σταμάτη τον Ροΐδη, το μονόλογο δηλαδή κάποιου μονομανούς με τον Ροΐδη, νομίζω γιατί με συνάρπαζε η ιδέα να ήμασταν παρέα οι τρεις : ο Ροΐδης, ο Σταμάτης κι εγώ. …Κι εκεί που νόμιζα θα τον κάναμε χάζι κι οι τρεις μας, θα μας διευκόλυνε απλώς, πρόκυψε ο ουσιαστικός τέταρτος, το ίδιο το έργο : ο μονομανής, ο μοναχικός, ο (με πλήρη επίγνωση) ετερόφωτος, ο …κύριος Εμμανουήλ.
Έκτοτε πολύ συχνά μιλάμε οι δυο μας στο τηλέφωνο ή όταν ανεβαίνω στην Αθήνα, συναντιόμαστε για καφέ.
Το πρώτο που παρατήρησα, ο άνθρωπος δεν είναι φιλόλογος. Του λες, φέρ’ ειπείν, –Άνοιξε το δρόμο στη γενιά του ’80, -Το συζητάς;, σου απαντάει, Ποια θα ήταν η γενιά του ’80 χωρίς τον Ροΐδη…, και ψάχνει ν’ αλλάξει θέμα, ενώ δεν είσαι καν σίγουρος αν θυμάται για ποια γενιά και ποιο ’80 τού μιλάς.
Όταν διαβάζει εφημερίδα, εντοπίζει με χάρη την αντίστιξη ανάμεσα στο τώρα και κάποιο σχόλιο του Ασμοδαίου. Το ίδιο και με τα talk-shows, ιδίως όταν συνωστίζονται στα τηλεοπτικά παράθυρα κάτι πανεπιστημιακοί ή κάτι δημοσιογράφοι ή περισσότεροι του ενός ιερωμένοι. Κάποτε και αργά μετά τα μεσάνυχτα, τηλεφωνεί ξεκαρδισμένος, με ξυπνάει. Σηκώνομαι από τον καναπέ, κλείνω την τηλεόραση, σκουντουφλάω για το κρεβάτι.
Ο ιστορικός ή ο φιλόλογος επιβιβάζονται στις αμαξοστοιχίες τους, ερευνούν τους μικρούς ή μεγάλους σταθμούς των αναδρομών τους, ο καλός μας ο φίλος διάνοιξε τη δική του σήραγγα στο χρόνο, άκρως προσωπική, με ένα μόνο σταθμό και προορισμό : τον Ροΐδη.
Λέει θέλει μέσω του δικτυακού τόπου να φτιάξει κάτι σαν φαν-κλαμπ για τον Ροΐδη. Μέγα ψέμα. Ό,τι ζει, το ζει μόνος. Δανείζεται το λόγο, τη λάμψη, τη γοητεία ενός άλλου. Το δάνειο γίνεται με συνειδητή επιλογή έρεισμα, και στο τέλος, με αυτογνωσία και αυτοσαρκασμό, παρηγορητική παραπληρωματική ύπαρξη.
Περνάει ο καιρός κι όλο και αναγνωρίζω λιγότερο ή περισσότερο κυρίους Εμμανουήλ γύρω μου. Όταν μάλιστα έχουν τη συγκίνηση και την ευγένεια του Εμμανουήλ, παρατηρώ κι εκπλήσσομαι ότι μου επιστρέφουν, και άγνωστοι ακόμα, βλέμμα οικειότητας.
Δεν ξέρω αν έφτιαξα ή θα φτιάξω εντελέστερο χαρακτήρα απ’ τον κύριο Εμμανουήλ. Είμαι σίγουρος δεν έκανα παρέα καλύτερη με κανέναν άλλο...
Αντώνης Νικολής, 2 Δεκεμβρίου 2003.
(Από το πρόγραμμα της παράστασης.)