«Το σπίτι φεύγει»
Δημήτρης Χορν
Ένα σπίτι που «φεύγει», ένα σπίτι «διαμπερές σαν τραύμα». Ένα ζευγάρι μεσηλίκων σε μια παρωχημένη σχέση, ένας νεαρός εισβολέας με την ορμή της νεότητας, της ανατροπής και η δολοφονία – αυτοκτονία μιας Λευκορωσίδας να πλανάται στην ατμόσφαιρα. Ο Αντρέας (Σταμάτης Φασουλής) και η Μίλυ (Πέμη Ζούνη) είναι παντρεμένοι κι έχουν μια κόρη που σπουδάζει στην Αγγλία. Ο Αντρέας είναι φιλόλογος, η Μίλυ αρχιτέκτων. Ζουν σε ένα σπίτι καθρέφτη της σχέσης τους: τακτοποιημένο στη λεπτομέρειά του και συμβατικό στη διάταξή του με αποτέλεσμα η ζωή μέσα σε αυτό να είναι αφόρητη, ασφυκτική. Καταλύτης στη σχέση του ζευγαριού αναδεικνύεται ο Χριστόφορος (Αλέξης Γεωργούλης) ο οποίος έρχεται να εκπληρώσει τις πιο βαθιές και ξεχασμένες επιθυμίες των δύο ηρώων.
Το θεατρικό κείμενο του Αντώνη Νικολή, αιχμηρό και συνάμα «στρογγυλό», θεματολογικά κλασικό αλλά δομικά εντελώς σύγχρονο αποτελεί ένα ελπιδοφόρο δείγμα σύγχρονης ελληνικής γραφής που θα μπορούσε κάλλιστα να «μιλήσει» στη γλώσσα κι άλλων λαών. Ακροβατώντας ανάμεσα στην κωμωδία και το αστυνομικό θρίλερ και με μοχλό τα συνεχή παιχνίδια με τη γλώσσα, το έργο αποτελεί μια θεατρική άσκηση της ντεριντιανής αποδόμησης αντανακλώντας την υπαρξιακή αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου σχετικά με τη δομή της ζωής του. Τα επαγγέλματα των δύο ηρώων έχουν να κάνουν με δομικά συστήματα, του Αντρέα λεκτικά και της Μίλυς τεκτονικά, τα οποία εντάσσονται στο μέγα σύστημα της Ζωής, του Έρωτα. Όπως «φεύγει» το σπίτι και οι λέξεις, έτσι αποδομείται και η ζωή του ζευγαριού όσο κι αν επιστρατεύεται, με εμμονή θα λέγαμε, μια πλειάδα λογικών συλλογισμών από τον Αντρέα. Στον αντίποδα αυτού του μεταφορικού θανάτου βρίσκεται ένας κυριολεκτικός, κατά πως φαίνεται, θάνατος, αυτός της Λίμπυ, σύμβολο της λίμπιντο. Πέρα λοιπόν από την κατά Ντεριντά ανάγνωσή του, το έργο μπορεί να ιδωθεί και μέσα από το φροϋδικό δίπολο του Έρωτα και του Θανάτου.
Το πολυεπίπεδο έργο του Νικολή δίνει τη δυνατότητα στο Σταμάτη Φασουλή να δημιουργήσει μια πολύ καλή παράσταση με τον ίδιο στην καλύτερη ερμηνεία του των τελευταίων χρόνων, τον Αλέξη Γεωργούλη αρκούντως γοητευτικό αλλά την Πέμη Ζούνη ενίοτε υποτονική.
Το λειτουργικά ευέλικτο σκηνικό του Γιώργου Πάτσα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση όπως αποδομείται μπροστά στα μάτια των θεατών ακολουθώντας τις αλλαγές στις ζωές των ηρώων. Το σπίτι του Αντρέα και της Μίλυ μετακινείται και «φεύγει» εύκολα καθώς μετατρέπεται από αστικό κηφισιώτικο σπίτι σε λευκό μίνιμαλ χώρο με ένα ζεν κήπο.
Οι φαινομενικά ετερόκλητες μουσικές επιλογές του Ιάκωβου Δρόσου, από μπελ επόκ κι eighties ως νησιώτικα και Λιστ κι από Αλμοδόβαρ ως το «Γλυκύ μου Έαρ» υπογραμμίζουν τη δομική διαρραγή της σκέψης και του ψυχισμού των ηρώων.-
ΤΙΜΕ OUT ATHENS, 6-12 Μαρτίου 2003, ΘΕΑΤΡΟ, Ιωάννα Μπλάτσου.
Δημήτρης Χορν
Ένα σπίτι που «φεύγει», ένα σπίτι «διαμπερές σαν τραύμα». Ένα ζευγάρι μεσηλίκων σε μια παρωχημένη σχέση, ένας νεαρός εισβολέας με την ορμή της νεότητας, της ανατροπής και η δολοφονία – αυτοκτονία μιας Λευκορωσίδας να πλανάται στην ατμόσφαιρα. Ο Αντρέας (Σταμάτης Φασουλής) και η Μίλυ (Πέμη Ζούνη) είναι παντρεμένοι κι έχουν μια κόρη που σπουδάζει στην Αγγλία. Ο Αντρέας είναι φιλόλογος, η Μίλυ αρχιτέκτων. Ζουν σε ένα σπίτι καθρέφτη της σχέσης τους: τακτοποιημένο στη λεπτομέρειά του και συμβατικό στη διάταξή του με αποτέλεσμα η ζωή μέσα σε αυτό να είναι αφόρητη, ασφυκτική. Καταλύτης στη σχέση του ζευγαριού αναδεικνύεται ο Χριστόφορος (Αλέξης Γεωργούλης) ο οποίος έρχεται να εκπληρώσει τις πιο βαθιές και ξεχασμένες επιθυμίες των δύο ηρώων.
Το θεατρικό κείμενο του Αντώνη Νικολή, αιχμηρό και συνάμα «στρογγυλό», θεματολογικά κλασικό αλλά δομικά εντελώς σύγχρονο αποτελεί ένα ελπιδοφόρο δείγμα σύγχρονης ελληνικής γραφής που θα μπορούσε κάλλιστα να «μιλήσει» στη γλώσσα κι άλλων λαών. Ακροβατώντας ανάμεσα στην κωμωδία και το αστυνομικό θρίλερ και με μοχλό τα συνεχή παιχνίδια με τη γλώσσα, το έργο αποτελεί μια θεατρική άσκηση της ντεριντιανής αποδόμησης αντανακλώντας την υπαρξιακή αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου σχετικά με τη δομή της ζωής του. Τα επαγγέλματα των δύο ηρώων έχουν να κάνουν με δομικά συστήματα, του Αντρέα λεκτικά και της Μίλυς τεκτονικά, τα οποία εντάσσονται στο μέγα σύστημα της Ζωής, του Έρωτα. Όπως «φεύγει» το σπίτι και οι λέξεις, έτσι αποδομείται και η ζωή του ζευγαριού όσο κι αν επιστρατεύεται, με εμμονή θα λέγαμε, μια πλειάδα λογικών συλλογισμών από τον Αντρέα. Στον αντίποδα αυτού του μεταφορικού θανάτου βρίσκεται ένας κυριολεκτικός, κατά πως φαίνεται, θάνατος, αυτός της Λίμπυ, σύμβολο της λίμπιντο. Πέρα λοιπόν από την κατά Ντεριντά ανάγνωσή του, το έργο μπορεί να ιδωθεί και μέσα από το φροϋδικό δίπολο του Έρωτα και του Θανάτου.
Το πολυεπίπεδο έργο του Νικολή δίνει τη δυνατότητα στο Σταμάτη Φασουλή να δημιουργήσει μια πολύ καλή παράσταση με τον ίδιο στην καλύτερη ερμηνεία του των τελευταίων χρόνων, τον Αλέξη Γεωργούλη αρκούντως γοητευτικό αλλά την Πέμη Ζούνη ενίοτε υποτονική.
Το λειτουργικά ευέλικτο σκηνικό του Γιώργου Πάτσα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση όπως αποδομείται μπροστά στα μάτια των θεατών ακολουθώντας τις αλλαγές στις ζωές των ηρώων. Το σπίτι του Αντρέα και της Μίλυ μετακινείται και «φεύγει» εύκολα καθώς μετατρέπεται από αστικό κηφισιώτικο σπίτι σε λευκό μίνιμαλ χώρο με ένα ζεν κήπο.
Οι φαινομενικά ετερόκλητες μουσικές επιλογές του Ιάκωβου Δρόσου, από μπελ επόκ κι eighties ως νησιώτικα και Λιστ κι από Αλμοδόβαρ ως το «Γλυκύ μου Έαρ» υπογραμμίζουν τη δομική διαρραγή της σκέψης και του ψυχισμού των ηρώων.-
ΤΙΜΕ OUT ATHENS, 6-12 Μαρτίου 2003, ΘΕΑΤΡΟ, Ιωάννα Μπλάτσου.