ΘΕΑΤΡΟ
Ένα ταλέντο έρχεται
Γνωρίζω από πολύν καιρό τις δοκιμές του Αντώνη Νικολή στη θεατρική γραφή
ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2003
Έργο με το έργο διαπίστωνε κανείς πως αυτό το ευαίσθητο σχεδόν παιδί (όταν ξεκίνησε) από την απομακρυσμένη θεατρικά Κω είχε πλούσια εφόδια, συμπυκνωμένη γραφή, ιδιότυπη (όπως απαιτείται για ένα συγγραφέα) ματιά, λίγο λοξή, λίγο οξεία και προπάντων είχε τον τρόπο να διεισδύει στις ανθρώπινες σχέσεις, να τις ξεψαχνίζει, να μελετά με ψυχραιμία μικροβιολόγου, αυτός ένας φιλόλογος που όμως ξεκίνησε ως φοιτητής Ιατρικής, τις αντιδράσεις, τις προθέσεις και τους επιδιωκόμενους σκοπούς των συνανθρώπων μας.
Εκείνο που έχω κρατήσει από τα τέσσερα έργα που γνωρίζω ότι προηγήθηκαν του «Το σπίτι φεύγει» είναι μια επαναλαμβανόμενη, σχεδόν έμμονα, ιδέα του θεατρικού εργαλείου που έχω συχνά ονομάσει «καταλύτης». Στα έργα του ένα πρόσωπο, μία φιλοσοφία ζωής που ενσκήπτει εξαίφνης, μια απροσδόκητη στροφή των πραγμάτων, μια τραυματική εμπειρία, λειτουργεί καταλυτικά, αλλάζει άρδην την προϋπάρχουσα ισορροπία, δημιουργεί νέες ισορροπίες ή ωθεί σε νέους επαναπροσδιορισμούς των σχέσεων. Στο μονόπρακτο που έπαιξε στους θεσμικούς μονολόγους της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας ο Φασουλής έξοχα, ο Νικολής χρησιμοποιεί ως καταλύτη τον Εμμανουήλ Ροΐδη που εισβάλλει ως σίφουνας ειρωνικού βίου στο μονήρες και «στενάχωρο» δωμάτιο ενός μοναχικού ναυαγού του βίου κι αυτό μέσω ενός άλλου ψυχρού καταλύτη, ενός υπολογιστή.
Ο Φασουλής ευτύχησε μέσω αυτού του θαυμάσιου μονολόγου να έρθει σε επαφή με το έργο του Νικολή και να κατορθώσει να του αποσπάσει το εντελέστερο έως τώρα έργο του. Θα το πω ευθέως και χωρίς ρίσκο. Το έργο «Το σπίτι φεύγει» του Νικολή, που παίζεται με καλλιτεχνική και εμπορική (όπως σαχλά λέγεται) επιτυχία στο θέατρο «Δημήτρης Χορν», είναι ουσιαστικότερο και τεχνικά τουλάχιστον ισάξιο με τα δύο προηγηθέντα στον ίδιο χώρο έργα (ένα αγγλικό κι ένα αμερικάνικο) που ανέβασε και έπαιξε ο Φασουλής και η Ζούνη.
Ο Νικολής σ' αυτό το έργο, που ανανεώνει τη γνωστή συνταγή του ερωτικού τρίο, το πασίγνωστο Ιψενικό τρίγωνο, ξαφνιάζοντας διπλασιάζει τους καταλύτες του. Από τη μια υπάρχει ένας ετοιμοθάνατος, μια γυναίκα που πιθανόν δολοφονήθηκε και άλλο τόσο πιθανόν αυτοκτόνησε. Λίμπυ το όνομά της. Συνειδητά ή ασυνείδητα ο συγγραφέας μάς υποχρεώνει να δούμε αυτό το «πτώμα» σαν την χαμένη λίμπιντο, την απολεσθείσα ερωτική επιθυμία του αστικού ζευγαριού που είναι το θέμα σπουδής του έργου. Από την άλλη όμως, η εισβολή μέσα στο ερωτικά πεθαμένο ζεύγος ενός άλλου, θετικού αυτού, καταλύτη, ενός εράσμιου πρωτόγονου και ενστικτώδους αρσενικού ζώου που γίνεται ένα είδος αναβολικού εμβολίου που ξυπνάει στον καθένα ξεχωριστά από τους παραιτημένους στη φθορά του χρόνου και της συνήθειας, της ερωτικής πλήξης την κυτταρική μνήμη της ερωτικής επιθυμίας, που διεγείρει την όρεξη για σμίξιμο.
Εξαίσιο το εύρημα του Νικολή να ταυτίζει την απόπειρα του ενός από τους ερωτικούς ναυαγούς να αλλάζει συνεχώς σωσίβια όταν νιώθει πως το σπίτι-καράβι παίρνει νερά και σιγά-σιγά βουλιάζει. Και είναι έξοχη αυτή η συνεχής απόπειρά του να διώχνει τα έπιπλα, πιστεύοντας στην απελπισία του πως αρκεί κανείς ν' αλλάξει το περιβάλλον, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τις εξωτερικές συνθήκες για να αλλάξει το βάθος του ψυχολογικού πεδίου. Δεν μπορεί να αντιληφθεί πως όταν ο σπόρος είναι σάπιος, δεν μπορεί να «πιάσει» όσες γλάστρες κι αν αλλάξεις, όσο καλής ποιότητας χώμα κι αν διαλέξεις να τον φυτεύσεις. Πρέπει να καλλιεργήσεις μια τεχνική, μια άλλη μέθοδο για να φτάσεις σε μια νέα και άλλη ποιότητα βίου, έναν άλλο δρόμο να σκάψεις, αν χρειαστεί για να επανιδρύσεις τη ζωή πάνω στην ερωτική επιθυμία που είναι η κινητήρια δύναμη για να υποφέρεις την ύπαρξη. Ο Σίλερ έγραψε και το επαναλαμβάνει ο Σολωμός πως όσο η ελευθερία περιορίζεται έξωθεν τόσο μεγαλώνει έσωθεν. Όπως το σώμα είναι πλατωνικώς «φυλακή» της ψυχής, έτσι και τα σπίτια που στεγάζουν τις ανάγκες μας είναι φυλακές της Ευτυχίας των ανθρώπων, δεσμωτήρια αλλά και κιβωτοί. Οι παλιοί φυλακισμένοι υποδέχονται τους νέους συμβουλεύοντάς τους «να τρώνε το φαΐ τους και ν' αγαπάνε το κελί τους». Μόνο έτσι κρατάς αναμμένη την ελπίδα ή της δραπέτευσης ή της έκτισης της ποινής χωρίς να τρελαθείς και να οδηγηθείς με τις λουρίδες του σεντονιού σου στην κρεμάλα του λουτρού.
Ο Νικολής με το έργο του απέδειξε ότι γνωρίζει να διαχειρίζεται ένα πανάρχαιο θεατρικό θέμα με νέα ματιά, ευρηματικές παρατηρήσεις, ανανεωμένη μέθοδο παρατήρησης και σύγχρονη θεατρική γραφή, λιτή και ευθύβολη. Και ευτύχησε να πέσει στην ώριμη στιγμή του Φασουλή, που έχει πλέον δημιουργήσει έναν τελείως προσωπικό σκηνοθετικό κώδικα, αναγνωρίσιμο πλέον. Ο Φασουλής διδάσκει όχι απλώς ρόλους, δεν περιορίζεται να ψάχνει στον κώδικα των συνεργατών του τα υλικά που είναι πρόσφορα για να χτιστεί ένας χαρακτήρας ή ένας τύπος. Δημιουργεί γύρω από τον ρόλο και γύρω από τους συσχετισμούς των συγκρουόμενων ψυχισμών ένα περιβάλλον, μια περίεργη αλλά ευανάγνωστη στον υποψιασμένο τουλάχιστον θεατή άλω. Οι ρόλοι-χαρακτήρες έχουν παρελθόν και προδιαγράφουν το μέλλον τους συχνά το εξωσκηνικό. Υποπτευόμαστε πού θα κινηθούν αφού πέσει η αυλαία.
Ο Πάτσας, σε δημιουργική ώρα, δημιούργησε με λίγα μέσα το αστικό γούστο φυλακή που καταδαμάζει τον ήρωα. Ο Παυλόπουλος φώτισε και ο Δρόσος βρήκε τους ιδιάζοντες μουσικούς ήχους του λιμνάζοντος ερωτικού αισθήματος.
Οι τρεις πρωταγωνιστές
Η Πέμη Ζούνη είναι μια ολοκληρωμένη καλλιτέχνιδα. Με αδρές πινελιές, αλλά αφού έχει σχεδιάσει με βαθιές χαράξεις τον χαρακτήρα, τον ποικίλλει, του προσθέτει τις αναγκαίες φωτοσκιάσεις και τον καθιστά περίοπτον. Έπαιξε την Μίλυ με όλη την απελπισία του χαμένου, μαραμένου ερωτικού παραδείσου και ταυτόχρονα με όλη τη διαθεσιμότητα κάποιων βαθιά αφυπνισμένων σε ερωτική ετοιμότητα κυττάρων.
Ο Φασουλής, παίζοντας πάντα στην κόψη του ξυραφιού, μέσα-έξω στο ρόλο, ουσιώδης ρεαλιστής και συνάμα σχολιαστής και είρων, με αυτοσαρκαστική διάθεση, αναλυόμενος και αναλυτής, έπλασε έναν έξοχο Ανδρέα.
Ο Αλέξης Γεωργούλης έχει έξοχη σκηνική παρουσία, προίκα φυσική και τεχνική ασκημένη. Παίζει τον εμπρηστικό καταλύτη με άνεση, αυθεντικά και με ειλικρίνεια.
INFO
«To σπίτι φεύγει» στο Θέατρο «Χορν»
Ένα ταλέντο έρχεται
Γνωρίζω από πολύν καιρό τις δοκιμές του Αντώνη Νικολή στη θεατρική γραφή
ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2003
Έργο με το έργο διαπίστωνε κανείς πως αυτό το ευαίσθητο σχεδόν παιδί (όταν ξεκίνησε) από την απομακρυσμένη θεατρικά Κω είχε πλούσια εφόδια, συμπυκνωμένη γραφή, ιδιότυπη (όπως απαιτείται για ένα συγγραφέα) ματιά, λίγο λοξή, λίγο οξεία και προπάντων είχε τον τρόπο να διεισδύει στις ανθρώπινες σχέσεις, να τις ξεψαχνίζει, να μελετά με ψυχραιμία μικροβιολόγου, αυτός ένας φιλόλογος που όμως ξεκίνησε ως φοιτητής Ιατρικής, τις αντιδράσεις, τις προθέσεις και τους επιδιωκόμενους σκοπούς των συνανθρώπων μας.
Εκείνο που έχω κρατήσει από τα τέσσερα έργα που γνωρίζω ότι προηγήθηκαν του «Το σπίτι φεύγει» είναι μια επαναλαμβανόμενη, σχεδόν έμμονα, ιδέα του θεατρικού εργαλείου που έχω συχνά ονομάσει «καταλύτης». Στα έργα του ένα πρόσωπο, μία φιλοσοφία ζωής που ενσκήπτει εξαίφνης, μια απροσδόκητη στροφή των πραγμάτων, μια τραυματική εμπειρία, λειτουργεί καταλυτικά, αλλάζει άρδην την προϋπάρχουσα ισορροπία, δημιουργεί νέες ισορροπίες ή ωθεί σε νέους επαναπροσδιορισμούς των σχέσεων. Στο μονόπρακτο που έπαιξε στους θεσμικούς μονολόγους της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας ο Φασουλής έξοχα, ο Νικολής χρησιμοποιεί ως καταλύτη τον Εμμανουήλ Ροΐδη που εισβάλλει ως σίφουνας ειρωνικού βίου στο μονήρες και «στενάχωρο» δωμάτιο ενός μοναχικού ναυαγού του βίου κι αυτό μέσω ενός άλλου ψυχρού καταλύτη, ενός υπολογιστή.
Ο Φασουλής ευτύχησε μέσω αυτού του θαυμάσιου μονολόγου να έρθει σε επαφή με το έργο του Νικολή και να κατορθώσει να του αποσπάσει το εντελέστερο έως τώρα έργο του. Θα το πω ευθέως και χωρίς ρίσκο. Το έργο «Το σπίτι φεύγει» του Νικολή, που παίζεται με καλλιτεχνική και εμπορική (όπως σαχλά λέγεται) επιτυχία στο θέατρο «Δημήτρης Χορν», είναι ουσιαστικότερο και τεχνικά τουλάχιστον ισάξιο με τα δύο προηγηθέντα στον ίδιο χώρο έργα (ένα αγγλικό κι ένα αμερικάνικο) που ανέβασε και έπαιξε ο Φασουλής και η Ζούνη.
Ο Νικολής σ' αυτό το έργο, που ανανεώνει τη γνωστή συνταγή του ερωτικού τρίο, το πασίγνωστο Ιψενικό τρίγωνο, ξαφνιάζοντας διπλασιάζει τους καταλύτες του. Από τη μια υπάρχει ένας ετοιμοθάνατος, μια γυναίκα που πιθανόν δολοφονήθηκε και άλλο τόσο πιθανόν αυτοκτόνησε. Λίμπυ το όνομά της. Συνειδητά ή ασυνείδητα ο συγγραφέας μάς υποχρεώνει να δούμε αυτό το «πτώμα» σαν την χαμένη λίμπιντο, την απολεσθείσα ερωτική επιθυμία του αστικού ζευγαριού που είναι το θέμα σπουδής του έργου. Από την άλλη όμως, η εισβολή μέσα στο ερωτικά πεθαμένο ζεύγος ενός άλλου, θετικού αυτού, καταλύτη, ενός εράσμιου πρωτόγονου και ενστικτώδους αρσενικού ζώου που γίνεται ένα είδος αναβολικού εμβολίου που ξυπνάει στον καθένα ξεχωριστά από τους παραιτημένους στη φθορά του χρόνου και της συνήθειας, της ερωτικής πλήξης την κυτταρική μνήμη της ερωτικής επιθυμίας, που διεγείρει την όρεξη για σμίξιμο.
Εξαίσιο το εύρημα του Νικολή να ταυτίζει την απόπειρα του ενός από τους ερωτικούς ναυαγούς να αλλάζει συνεχώς σωσίβια όταν νιώθει πως το σπίτι-καράβι παίρνει νερά και σιγά-σιγά βουλιάζει. Και είναι έξοχη αυτή η συνεχής απόπειρά του να διώχνει τα έπιπλα, πιστεύοντας στην απελπισία του πως αρκεί κανείς ν' αλλάξει το περιβάλλον, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τις εξωτερικές συνθήκες για να αλλάξει το βάθος του ψυχολογικού πεδίου. Δεν μπορεί να αντιληφθεί πως όταν ο σπόρος είναι σάπιος, δεν μπορεί να «πιάσει» όσες γλάστρες κι αν αλλάξεις, όσο καλής ποιότητας χώμα κι αν διαλέξεις να τον φυτεύσεις. Πρέπει να καλλιεργήσεις μια τεχνική, μια άλλη μέθοδο για να φτάσεις σε μια νέα και άλλη ποιότητα βίου, έναν άλλο δρόμο να σκάψεις, αν χρειαστεί για να επανιδρύσεις τη ζωή πάνω στην ερωτική επιθυμία που είναι η κινητήρια δύναμη για να υποφέρεις την ύπαρξη. Ο Σίλερ έγραψε και το επαναλαμβάνει ο Σολωμός πως όσο η ελευθερία περιορίζεται έξωθεν τόσο μεγαλώνει έσωθεν. Όπως το σώμα είναι πλατωνικώς «φυλακή» της ψυχής, έτσι και τα σπίτια που στεγάζουν τις ανάγκες μας είναι φυλακές της Ευτυχίας των ανθρώπων, δεσμωτήρια αλλά και κιβωτοί. Οι παλιοί φυλακισμένοι υποδέχονται τους νέους συμβουλεύοντάς τους «να τρώνε το φαΐ τους και ν' αγαπάνε το κελί τους». Μόνο έτσι κρατάς αναμμένη την ελπίδα ή της δραπέτευσης ή της έκτισης της ποινής χωρίς να τρελαθείς και να οδηγηθείς με τις λουρίδες του σεντονιού σου στην κρεμάλα του λουτρού.
Ο Νικολής με το έργο του απέδειξε ότι γνωρίζει να διαχειρίζεται ένα πανάρχαιο θεατρικό θέμα με νέα ματιά, ευρηματικές παρατηρήσεις, ανανεωμένη μέθοδο παρατήρησης και σύγχρονη θεατρική γραφή, λιτή και ευθύβολη. Και ευτύχησε να πέσει στην ώριμη στιγμή του Φασουλή, που έχει πλέον δημιουργήσει έναν τελείως προσωπικό σκηνοθετικό κώδικα, αναγνωρίσιμο πλέον. Ο Φασουλής διδάσκει όχι απλώς ρόλους, δεν περιορίζεται να ψάχνει στον κώδικα των συνεργατών του τα υλικά που είναι πρόσφορα για να χτιστεί ένας χαρακτήρας ή ένας τύπος. Δημιουργεί γύρω από τον ρόλο και γύρω από τους συσχετισμούς των συγκρουόμενων ψυχισμών ένα περιβάλλον, μια περίεργη αλλά ευανάγνωστη στον υποψιασμένο τουλάχιστον θεατή άλω. Οι ρόλοι-χαρακτήρες έχουν παρελθόν και προδιαγράφουν το μέλλον τους συχνά το εξωσκηνικό. Υποπτευόμαστε πού θα κινηθούν αφού πέσει η αυλαία.
Ο Πάτσας, σε δημιουργική ώρα, δημιούργησε με λίγα μέσα το αστικό γούστο φυλακή που καταδαμάζει τον ήρωα. Ο Παυλόπουλος φώτισε και ο Δρόσος βρήκε τους ιδιάζοντες μουσικούς ήχους του λιμνάζοντος ερωτικού αισθήματος.
Οι τρεις πρωταγωνιστές
Η Πέμη Ζούνη είναι μια ολοκληρωμένη καλλιτέχνιδα. Με αδρές πινελιές, αλλά αφού έχει σχεδιάσει με βαθιές χαράξεις τον χαρακτήρα, τον ποικίλλει, του προσθέτει τις αναγκαίες φωτοσκιάσεις και τον καθιστά περίοπτον. Έπαιξε την Μίλυ με όλη την απελπισία του χαμένου, μαραμένου ερωτικού παραδείσου και ταυτόχρονα με όλη τη διαθεσιμότητα κάποιων βαθιά αφυπνισμένων σε ερωτική ετοιμότητα κυττάρων.
Ο Φασουλής, παίζοντας πάντα στην κόψη του ξυραφιού, μέσα-έξω στο ρόλο, ουσιώδης ρεαλιστής και συνάμα σχολιαστής και είρων, με αυτοσαρκαστική διάθεση, αναλυόμενος και αναλυτής, έπλασε έναν έξοχο Ανδρέα.
Ο Αλέξης Γεωργούλης έχει έξοχη σκηνική παρουσία, προίκα φυσική και τεχνική ασκημένη. Παίζει τον εμπρηστικό καταλύτη με άνεση, αυθεντικά και με ειλικρίνεια.
INFO
«To σπίτι φεύγει» στο Θέατρο «Χορν»