Αντώνης Νικολής
«Λισαβόνα»: ο μύθος του έργου
Το Δεκέμβρη του 1990, για τέσσερις εβδομάδες, βρέθηκα στο Λονδίνο. Σ’ ένα συνοικιακό κολέγιο, να φρεσκάρω τα αγγλικά μου, περιοχή Κράουτς Εντ, νοίκιαζα δωμάτιο εκεί κοντά, σ’ ένα αγγλοεβραϊκό σπίτι αλησμόνητης ψυχικής ευρυχωρίας. Την πρώτη μέρα, με οδηγίες για αλλαγή τριών συγκοινωνιών, θα κατέβαινα στο κέντρο. Στη στάση του πρώτου λεωφορείου όμως, ακούω ελληνικά, ένα ζευγάρι εξηντάρηδες, πιάνω την κουβέντα μαζί τους, Αλεξανδρινοί, είχαν κάνει Βραζιλία, ΗΠΑ, τώρα Αγγλία, μου ασκούσαν ανέκαθεν γοητεία αυτού του τύπου οι Έλληνες τυχοδιώκτες, ούτε μετανάστες ούτε πρόσφυγες ακριβώς. Και λούμπεν και πρίγκιπες, και επαρχιώτες και πολίτες του κόσμου, και η Αθήνα ένα χωριό και ο κόσμος όλος δεν τους χώραγε. Τους άκουγα, ως το Τσάριγκ Κρος με οδηγούσαν εκείνοι, το βράδυ χάθηκα, δε θυμόμουν τη διαδρομή να γυρίσω πίσω. Νομίζω η Αλεξάνδρεια, και λόγω του Καβάφη, είναι η νοητή προβολή της Κω μέσα μου. Οι φοίνικες, εκείνο το αρχαίο όσους μπορεί να θρέψει η Κως ούτε η Αίγυπτος, ότι και αρκετοί Κώοι συγκαταλέγονταν στους εύπορους Αιγυπτιώτες. Αλλά και ένας που μεγαλώνει ανάμεσα σε τουρίστες, ταξιδιώτες επί το πλείστον, του ’70, είναι φυσικό να συγγενεύει με κοσμοπολίτες, ακόμα και τυχοδιώκτες.
16 χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 2006, έκτη φορά στη Λισαβόνα, παθιασμένος με την πόλη, τα τοπία της ήδη εικόνες της αισθηματικής μου ζωής, συνθήκη του αυθεντικού την ονομάζω, και να αυτό που δε θα φανταζόμουν ποτέ, η ανάμνησή της ήδη, ενώ την περπατώ, μεταπλάθεται σε σκηνικό χώρο στο μυαλό μου, κι ένα ζευγάρι, ο Αντώνης και η Θεανώ παρεισδύουν σ’ εκείνο το σκηνικό χώρο, την περιδιαβαίνουν, είναι οι Αλεξανδρινοί του ’90, αλλά και νοτισμένοι με πολλά άλλα, -τη δουλειά της την ξέρει καλά η μνήμη.
Ο μύθος είναι απλός, αλλά και σύγχρονος και αν θα τα κατάφερνα και βαθύς. Δύο άνθρωποι ως το μεδούλι τους μόνοι (και την ευθύνη γι’ αυτό να μην τη χρεώνουν σε κανέναν). Δίχως τόπο, πρόσφυγες παντού, δίχως συγγενείς, δίχως φίλους, η σχέση τους μία σχεδία, ο κόσμος γύρω και μέσα τους ερείπια, σημαδεμένοι από την πιο σκληρή απώλεια, δίχως καμιά βεβαιότητα, κανένα δόγμα, τίποτε να δίνει κύρος στις ιδέες τους, μόνο ένα «αλλού» της ψυχής τους, η συγκίνηση από μία πόλη που ούτε κι αυτήν την ξέρουν καλά-καλά, τόσο, που και τα τοπία της στην εμπειρία τους να μην είμαστε σίγουροι αν είναι τα πραγματικά ή μόνο τάπητες φανταστικοί του μυαλού τους. Ένα παράδοξο χιούμορ τούς διασώζει κάπως, και η εύκολη πρόσβαση στο υποσυνείδητο, τα όνειρα.
Ένα χρόνο περίπου μετά, λίγες μέρες πριν από την έβδομη φορά μου στην πόλη, η «Λισαβόνα» μου ήταν ολόκληρη. Έλεγα στο συνταξιδιώτη, το φίλο που μοιραζόμαστε το ετήσιο ταξίδι, να λοιπόν ένα έργο, μόνο για μένα και για σένα. Νόμιζα δε θα συγκινούσε κανέναν, αν δεν είχε ταξιδέψει μαζί μου εκεί.
Χρειάστηκα ένα διάστημα, τις γνώμες αρκετών, μέχρι να χωνέψω ότι μπορεί και να τα είχα καταφέρει.
(Στο Έθνος της Κυριακής, Άουτ, 15-21 Φεβρουαρίου 2009.)
«Λισαβόνα»: ο μύθος του έργου
Το Δεκέμβρη του 1990, για τέσσερις εβδομάδες, βρέθηκα στο Λονδίνο. Σ’ ένα συνοικιακό κολέγιο, να φρεσκάρω τα αγγλικά μου, περιοχή Κράουτς Εντ, νοίκιαζα δωμάτιο εκεί κοντά, σ’ ένα αγγλοεβραϊκό σπίτι αλησμόνητης ψυχικής ευρυχωρίας. Την πρώτη μέρα, με οδηγίες για αλλαγή τριών συγκοινωνιών, θα κατέβαινα στο κέντρο. Στη στάση του πρώτου λεωφορείου όμως, ακούω ελληνικά, ένα ζευγάρι εξηντάρηδες, πιάνω την κουβέντα μαζί τους, Αλεξανδρινοί, είχαν κάνει Βραζιλία, ΗΠΑ, τώρα Αγγλία, μου ασκούσαν ανέκαθεν γοητεία αυτού του τύπου οι Έλληνες τυχοδιώκτες, ούτε μετανάστες ούτε πρόσφυγες ακριβώς. Και λούμπεν και πρίγκιπες, και επαρχιώτες και πολίτες του κόσμου, και η Αθήνα ένα χωριό και ο κόσμος όλος δεν τους χώραγε. Τους άκουγα, ως το Τσάριγκ Κρος με οδηγούσαν εκείνοι, το βράδυ χάθηκα, δε θυμόμουν τη διαδρομή να γυρίσω πίσω. Νομίζω η Αλεξάνδρεια, και λόγω του Καβάφη, είναι η νοητή προβολή της Κω μέσα μου. Οι φοίνικες, εκείνο το αρχαίο όσους μπορεί να θρέψει η Κως ούτε η Αίγυπτος, ότι και αρκετοί Κώοι συγκαταλέγονταν στους εύπορους Αιγυπτιώτες. Αλλά και ένας που μεγαλώνει ανάμεσα σε τουρίστες, ταξιδιώτες επί το πλείστον, του ’70, είναι φυσικό να συγγενεύει με κοσμοπολίτες, ακόμα και τυχοδιώκτες.
16 χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 2006, έκτη φορά στη Λισαβόνα, παθιασμένος με την πόλη, τα τοπία της ήδη εικόνες της αισθηματικής μου ζωής, συνθήκη του αυθεντικού την ονομάζω, και να αυτό που δε θα φανταζόμουν ποτέ, η ανάμνησή της ήδη, ενώ την περπατώ, μεταπλάθεται σε σκηνικό χώρο στο μυαλό μου, κι ένα ζευγάρι, ο Αντώνης και η Θεανώ παρεισδύουν σ’ εκείνο το σκηνικό χώρο, την περιδιαβαίνουν, είναι οι Αλεξανδρινοί του ’90, αλλά και νοτισμένοι με πολλά άλλα, -τη δουλειά της την ξέρει καλά η μνήμη.
Ο μύθος είναι απλός, αλλά και σύγχρονος και αν θα τα κατάφερνα και βαθύς. Δύο άνθρωποι ως το μεδούλι τους μόνοι (και την ευθύνη γι’ αυτό να μην τη χρεώνουν σε κανέναν). Δίχως τόπο, πρόσφυγες παντού, δίχως συγγενείς, δίχως φίλους, η σχέση τους μία σχεδία, ο κόσμος γύρω και μέσα τους ερείπια, σημαδεμένοι από την πιο σκληρή απώλεια, δίχως καμιά βεβαιότητα, κανένα δόγμα, τίποτε να δίνει κύρος στις ιδέες τους, μόνο ένα «αλλού» της ψυχής τους, η συγκίνηση από μία πόλη που ούτε κι αυτήν την ξέρουν καλά-καλά, τόσο, που και τα τοπία της στην εμπειρία τους να μην είμαστε σίγουροι αν είναι τα πραγματικά ή μόνο τάπητες φανταστικοί του μυαλού τους. Ένα παράδοξο χιούμορ τούς διασώζει κάπως, και η εύκολη πρόσβαση στο υποσυνείδητο, τα όνειρα.
Ένα χρόνο περίπου μετά, λίγες μέρες πριν από την έβδομη φορά μου στην πόλη, η «Λισαβόνα» μου ήταν ολόκληρη. Έλεγα στο συνταξιδιώτη, το φίλο που μοιραζόμαστε το ετήσιο ταξίδι, να λοιπόν ένα έργο, μόνο για μένα και για σένα. Νόμιζα δε θα συγκινούσε κανέναν, αν δεν είχε ταξιδέψει μαζί μου εκεί.
Χρειάστηκα ένα διάστημα, τις γνώμες αρκετών, μέχρι να χωνέψω ότι μπορεί και να τα είχα καταφέρει.
(Στο Έθνος της Κυριακής, Άουτ, 15-21 Φεβρουαρίου 2009.)